Χωρίς αμφιβολία ο Paul Weller είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της βρετανικής μουσικής σκηνής των τελευταίων 35 χρόνων: Εμβληματική μορφή του punk με τους Jam στα τέλη των 1970s, πρωτεργάτης της mod αναβίωσης των 1980s και άριστος εκφραστής της λευκής soul με τους Style Council, αλλά επίσης διακεκριμένος για την προσωπική καριέρα, που ακολούθησε στη συνέχεια. Καρποί της τελευταίας τα εννέα στούντιο άλμπουμ, από το φερώνυμο σόλο ντεμπούτο του 1992 μέχρι το πρόσφατο “Wake Up The Nation”.
Πριν περάσουμε στο πρόγραμμα της ακρόασης, ας αφιερώσουμε λίγες γραμμές στη φάση της ζωής και της καριέρας που βρίσκεται το 2010 ο Weller. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική του εμφάνιση μόνο οι ρυτίδες στο πρόσωπό του προδίδουν τα 52 του χρόνια. Πάντοτε κομψά ντυμένος και κουρεμένος με στιλ (μια φορά mod, πάντοτε mod!), αδύνατος, ενεργητικός, μοιάζει περισσότερο με αιώνιο έφηβο παρά με μεσήλικο. Απεχθάνεται τους υπολογιστές και θεωρεί τα e-mail υπεύθυνα για το γεγονός ότι έχουμε σταματήσει να συζητάμε. Ούτε και τα CD συμπαθεί· δεν μπορεί να χωνέψει πώς ξεχάσαμε τους τίτλους των τραγουδιών και μιλάμε πια μόνο για “Track 4” και “Track 13”.
Τα νέα από την προσωπική του ζωή δεν είναι ευχάριστα. Λίγο πριν την κυκλοφορία αυτού του δίσκου έχασε τον πατέρα του, John (ο οποίος εκτελούσε και χρέη μάνατζερ για το γιό του, ήδη από τις ημέρες των Jam) και χώρισε από την επί 13 χρόνια συμβία του, Sammy.
Στο “Wake Up The Nation” 16 τραγούδια στριμώχνονται σε 40 λεπτά.
Η μουσική συχνά κινείται στο πειραματικό άκρο της παραγωγής των Jam ενώ άλλες φορές θυμίζει Bowie της εποχής του “Low” (μάλιστα στους στίχους του τραγουδιού “Andromeda” ο Weller επανδρώνει ένα διαστημόπλοιο και… εγκαταλείπει τον πλανήτη μας).
Το άλπμουμ δεν έχει τον εσωστρεφή χαρακτήρα του αμέσως προηγούμενου “22 Dreams”, μοιράζεται όμως με εκείνο την avant garde διάθεση· τη φορά αυτή ωστόσο αντί για folk αναζητήσεις το ενδιαφέρον στρέφεται στην rock και soul ψυχή της μουσικής.
Σημαντικός για τη διαμόρφωση του διαφορετικού ήχου είναι ο ρόλος που έχει παίξει ο παραγωγός και επί χρόνια συνεργάτης του Weller, Simon Dine. Παρά την εκτεταμένη χρήση «πραγματικών» οργάνων η παραγωγή ωφελείται πολύ από τις ευκολίες των σύγχρονων στούντιο ηχογραφήσεων χρησιμοποιώντας πολλά πρόσθετα εφέ.
Αν και οι Weller και Dine είναι και οι δυο ερμηνευτές ποικιλίας οργάνων, στην ηχογράφηση καλούνται να συμμετάσχουν αρκετοί επιπλέον μουσικοί, όπως ο κιθαρίστας Kevin Shields (των My Bloody Valentine) και οι ντράμερ Bev Bevan (των The Move) και Clem Cattini (72 ετών, γνωστός ως μέλος των Tornadoes καθώς και από τις συμμετοχές του σε δεκάδες Νο.1 ηχογραφήσεις). Μια ευρύτερη διαπίστωση είναι ότι ο Weller στο νέο του άλμπουμ φαίνεται να έχει τη διάθεση να δώσει στο πιάνο πρωταγωνιστικό ρόλο, παράλληλα με την κιθάρα. Όσον δε αφορά στους στίχους, οι περισσότεροι γράφηκαν «αυτόματα» κατά τη διαδικασία της ηχογράφησης.
Μια ματιά στα επιμέρους τραγούδια είναι ενδεικτική της ηχητικής ποικιλίας ενός άλμπουμ που δεν φοβάται να δοκιμάσει, συντηρώντας διαρκώς μια αίσθηση επείγοντος και καίριου:
Το “Moonshine”, με το οποίo ξεκινά το άλμπουμ, είναι ένα ηλεκτρικό r&b κομμάτι. Το “Trees”, μια σουίτα με πέντε μέρη αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα του Weller, αλλάζει πρόσωπα αιφνιδιαστικά (πιανιστική μπαλάντα τύπου Νέας Ορλεάνης, ψυχεδέλεια, electronica, soul). Ο funk χαρακτήρας του ομότιτλου με το άλμπουμ κομματιού κοσμείται με κιθάρες και ντέφι. Το “Two Fat Ladies” παντρεύει το music hall με Beatle-ική βρετανική ψυχεδέλεια της εποχής του “Revolver”. Το “No Tears Left To Cry” θυμίζει τη soul pop των 1960s. Ο soul rock ρυθμός του “Aim High” παραπέμπει στον Bobby Womack. Στο “7 & 3 Is The Striker’s Name” το blues rock αλά Bo Diddley συναντιέται με τη free jazz ανεξαρτησία και με τους κοινωνικά και πολιτικά μαχητικούς στίχους. Το αργό βαλς ιντερλούδιο “In Amsterdam” συνδυάζει τη νοσταλγία με την εγρήγορση και το “Whatever Next” ονειρικά έγχορδα με χαλαρές γραμμές του μπάσου. Τέλος στο “Fast Car, Slow Traffic”, με τη γρήγορη-αργή-γρήγορη ανάπτυξη, μπάσο παίζει ο Bruce Foxton, πρώην μέλος των Jam, παρέχοντας μια -κυριολεκτικά και μεταφορικά- «σύνδεση με τα προηγούμενα».