Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Τέσσερις, ένας κι άλλος ένας


http://www.athensmagazine.gr/photos/galleries/da22fc94332c7c2e8a7a8a2ae7f23feb.jpg

Κατεβαίνω τα σκαλιά στο υπόγειο κουτούκι του Χολαργού «Μια παλιά ιστορία» και πριν ακόμα ανοίξω τη μεταλλική εξώπορτα τους βλέπω μέσα από το τζάμι να κάθονται: ο Νίκος, ο Θοδωρής, ο Δημήτρης κι ο Βαγγέλης.

Μπαίνω και βαδίζω προς το τραπέζι τους, το τραπέζι μας, σημείο σταθερό για τις συναντήσεις μέσα στα τόσα χρόνια, εκεί στη γωνία δεξιά, κάτω από το ράφι με τα παλιά μπακιρένια, διακοσμητικά πλέον, σκεύη.

Στρίβουν και με κοιτούν με φωτισμένα πρόσωπα· «α, όπως τους θυμάμαι, επιεικής ο χρόνος για όλους» είναι το πρώτο που σκέφτομαι καθώς πλησιάζω και τους αγκαλιάζω θερμά, έναν έναν με τη σειρά. Έπειτα κάθομαι· το ποτήρι μου με περιμένει κιόλας γεμάτο.

Στην ασυνήθιστη αυτή παρέα τα μέλη μπήκαν σταδιακά, με συνδετικό κρίκο εμένα: ο Νίκος ήταν διπλανός μου στην πρώτη τάξη του πρώτου Γυμνασίου Χολαργού, ο Θοδωρής συμμαθητής κι αυτός αλλά πιο μετά, τελειώσαμε μαζί τα Ανάβρυτα όπου πήγα για το Λύκειο, ο Δημήτρης συνάδελφος στην πρώτη μου δουλειά, κι ο Βαγγέλης από τη δουλειά τη δεύτερη. Δέσαμε πάντως όλοι «με το αμέσως», που άκουσα να λένε στη Λάρισα (νεολογισμός από εκείνους τους τόσο κακούς, που γίνονται καλοί, άλλωστε «η γλώσσα είναι ένα ζωντανό εργαλείο» κλπ κλπ), και τις συναντήσεις σαν και την αποψινή πάντα πραγματικά τις απολαμβάνουμε, όσο κι αν δε γίνονται παρά μόνο μια στο τόσο.

Συζητάμε για τα παλιά σα να μην πέρασε μια μέρα «θυμάσαι τότε που...» και «αμ, το άλλο, με τον...» ή «α ρε μπαγάσα Βαγγέλη, χα χα, καλά λένε πως πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι του», και μεζές, και κρασάκι κόκκινο, και δώστου καλαμπούρια και πειράγματα, ο Δημήτρης να αγορεύει για τα πολιτικά του, ο Βαγγέλης το χαβά του με την ΑΕΚ και τα ποδοσφαιρικά, ο Νίκος και ο Θοδωρής, που έμειναν ανύπαντροι, με τα πιο πιπεράτα τα γκομενικά τους, και φέρε μισό κιλό ακόμα να τελειώσουμε το μεζέ, και φέρε κανά μεζέ ακόμα να πιούμε το κρασί, κι όλα αυτά τα μικρά, ωραία πράγματα που κάνουν τις φιλίες και τις ζωές ανεκτίμητες.

Ανεκτίμητες... ναι ανεκτίμητες. Και ποτέ δεν μπορεί να ξέρεις πόσο πραγματικά ανεκτίμητη είναι μια ζωή, αν δε χαθεί πρώτα.

Ο Νίκος πέθανε μέσα σε τρεις μήνες από λευχαιμία. «Καλπάζουσα». Την τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό καθόταν στο θρανίο δίπλα μου κάτωχρος, από τα μαλλιά του είχε μείνει ένα ξανθό χνούδι, τα μάτια του θολά· μετά από εκείνη τη μέρα δεν ξαναήρθε. Η φιλόλογος, η Παπαδημητρίου, μας σύστησε να πάμε στην κηδεία, και την επόμενη βδομάδα μας έβαλε στην έκθεση θέμα «Στην κηδεία του συμμαθητή μου». Κάποιοι γονείς διαμαρτυρήθηκαν ότι ήταν σκληρό αυτό που έκανε. Δεν ξέρω γιατί διάλεξε να το κάνει. Ισως τώρα, από τη σκοπιά του ενήλικου, θα μπορούσα να μαντέψω. Πάντως τόσα χρόνια πέρασαν και το θυμάμαι ακόμα· από τις εκθέσεις όλες που έγραψα ως μαθητής δυο είναι εκείνες που θυμάμαι: την έκθεση για το Νίκο και εκείνη που μας έπεσε στις πανελλήνιες, με τις κοντινές μας στέγες και τις μακρινές μας καρδιές, του Σαμαράκη. Έγραψα καλά κι έτσι κατάφερα να ρεφάρω την αποτυχία στα μαθηματικά και να περάσω.

Στην ίδια αίθουσα με το Θοδωρή τη γράψαμε την έκθεση εκείνη. Ο Θοδωρής δεν έγραψε και πολύ καλά αλλά δεν του χρειάστηκε κιόλας· μπήκε στο πανεπιστήμιο κυριολεκτικά με το σπαθί του, πιο συγκεκριμένα ως βαλκανιονίκης με την εθνική ομάδα ξιφασκίας. Στα χρόνια των σπουδών απομακρυνθήκαμε λίγο, όπως συχνά συμβαίνει όταν αλλάζεις περιβάλλον και παρέες, αλλά όλο και κάποια ευκαιρία δινόταν να ξαναβρεθούμε, σε κανένα παρτάκι, σε καμιά συναυλία. Η είδηση ότι πέθανε μου ήρθε σαν κεραμίδα. Δεν είχα καν μάθει καν πως είχε αρρωστήσει.

Ο Δημήτρης, εκείνος έφυγε μέρα μεσημέρι, εκεί που περπατούσε στην Πατησίων. Ανακοπή. «Είχε κάτι ενοχλήσεις αλλά δεν έδωσε σημασία» είπε ο Σταμάτης. «Κρίμα, κρίμα, νέο παιδί…» είπε ο Αντρέας. Για να συμπληρώσει, μετά από μια παύση που η διάρκειά της φάνηκε αφύσικα μεγαλύτερη από την πραγματική μέσα στη βουβαμάρα του γραφείου, «ωραίος θάνατος πάντως για όταν έρθει η ώρα σου».
Καταλάβαινες ωστόσο ότι για τον εαυτό του υπολόγιζε πως η ώρα εκείνη θα έκανε οπωσδήποτε μερικές δεκαετίες ακόμα να έρθει.

Και να πούμε τέλος και για το Βαγγέλη, τον μόνο από τους τέσσερις που την πορεία του προς το τέλος την παρακολούθησα από κοντά σε όλες τις φάσεις. Χρειαζόταν συχνές μεταγγίσεις και είχα πάει μερικές φορές στο Λαϊκό να δώσω αίμα και αιμοπετάλια. Περίεργη η αίσθηση να δίνεις αιμοπετάλια: σου παίρνουν το αίμα από τη φλέβα, το πάνε μια μεγάλη βόλτα μέσα από ένα μηχάνημα όπου το φυγοκεντρίζουν για να τα αφαιρέσουν, και μετά ωραία και καλά στο επιστρέφουν. Εν τω μεταξύ εσύ κάθεσαι ξάπλα και το παρακολουθείς να κυλάει μέσα στα διαφανή σωληνάκια.

Τα αιμοπετάλια ένας υγιής οργανισμός τα αντικαθιστά μέσα σε ελάχιστο χρόνο, δυο-τρεις μέρες νομίζω, γι αυτό και ο αιμοπεταλιοδότης μπορεί να δίνει ακόμα και κάθε βδομάδα αν θέλει, σε αντίθεση με το αίμα, που ως γνωστόν δεν επιτρέπεται να ξαναδώσεις πριν περάσουν τρεις-τέσσερις μήνες.

Μια από τις φορές που ήμουν στο Λαϊκό, ξάπλα και χάζευα το αίμα μου να βολτάρει στα σωληνάκια, έπιασα κουβέντα με τον διπλανό μου. Πες πες βγήκε ότι ερχόταν μια φορά το μήνα και έδινε αιμοπετάλια όχι για κάποιο δικό του άνθρωπο αλλά εθελοντικά για την τράπεζα του νοσοκομείου. Το νοσηλευτικό προσωπικό τον είχε στα όπα όπα. Και λογικό είναι, ειδικά για αιμοπετάλια ψάχνουν δότες με το φανάρι, δεν είναι ενημερωμένος ο κόσμος και φοβάται.

Ο διπλανός μου πάντως δεν φοβόταν καθόλου. Έφυγε με χαμόγελο. Στο δεξί του χέρι κράταγε διπλωμένη την μόλις υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από την προϊσταμένη βεβαίωση, την οποία θα κατέθετε την επομένη στις υπηρεσίες προσωπικού του δήμου Αθηναίων, όπου δούλευε, για να δικαιολογήσει τέσσερις μέρες αιμοδοτική άδεια. Τέσσερις μέρες αιμοδοτική άδεια το μήνα, κάθε μήνα.

Λίγο μετά καθώς έφευγα κι εγώ με ρώτησαν αν θέλω βεβαίωση. «Μπα όχι» αποκρίθηκα. Μου φάνηκε ύβρις. Τους φάνηκε περίεργο.

Αλλά ποιός είμαι εγώ που θα πω τι είναι ύβρις και τι όχι;

Στο σημείο λοιπόν αυτό, κι ενώ έχεις ήδη δει πως δε μένει και πολύ ακόμα κείμενο κι αναρρωτιέσαι πώς άραγε να τελειώνει αυτή η παράξενη και ομολογουμένως κάπως δυσάρεστη ιστορία –αλλά, πίστεψέ με, δεν έχεις δει ακόμα τα χειρότερα!-, γυρνάω και σε κοιτάζω κατάματα μέσα από το νοητό τέταρτο τοίχο της σκηνής· σε κοιτάζω κάπως βλοσυρά και σου λέω πως οι θρησκείες κι οι δοξασίες όλες συμφωνούν πως είναι κακό, πολύ κακό, να ταράζεις τους νεκρούς.

Κι έτσι αναγνώστη, όπως ίσως ήδη το σκέφτεσαι, σε περίπτωση που κι εγώ ο ίδιος συμβαίνει να είμαι πια νεκρός, το ρίσκο μένει όλο πάνω σου.