Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Παρομοιώσεις - Ορέστης Αλεξάκης

Μου γνέφουν

Σαν το τραγούδι της τρελής στην ακροποταμιά
Σαν το σαλό που ανάλαμψε και τώρα φέγγει ως πέρα
Σαν άλογο που υψώθηκε με φλόγες στον αγέρα
Σαν τη σιωπή που γέμισε σταυρούς την ερημιά

Σαν το κερί που τρέμισε χλομό στο μεσοφρύδι
Σαν άστρα που στραφτάλισαν στη νύχτα των ματιών
Σαν τις ψυχές που αδημονούν στα υπόγεια των σπιτιών
Σαν σπήλαιο που σε προσκαλεί στο πιο βαθύ ταξίδι

Σαν ποιητής που στο δικό του κόσμο έχει χαθεί
Σαν παραγιός που παίζοντας το φέρετρο καρφώνει
Σαν νύφη που μαρμάρωσε στο πετρωμένο χιόνι
Σαν τον προφήτη που έλιωσε προτού ν’ αναληφθεί

Σαν γέρος που αφουγκράζεται τη μνήμη του να λέει
Σαν κόρη που αναρίγησε στη μέλλουσα ενοχή
Σαν άμαξα παλιοκαιρινή που τη χτυπά η βροχή
Σαν ένας σκούφος ναυτικός που στον αφρό επιπλέει

Σαν την καλύβα του ψαρά που πάει με τα νερά
Σαν πεταλούδα που έσβησε του αρρώστου το καντήλι
Σαν το ανεπαίσθητο άρωμα που βγάζει το ασφοδίλι
Σαν άγγελος που γδύθηκε τα κάτασπρα φτερά

Σαν ταξιδιώτης που έφτασε στο μακρινό παρόν του
Σαν δύτης που ξεχάστηκε στους κήπους των βυθών
Σαν πόλη που προσάραξε στο αέναο παρελθόν
Σαν επισκέπτης που έμεινε στη χώρα των νεκρών του

Σαν μια γυναίκα-φάντασμα στο τρίποδο του μπαρ
Σαν φλόγα που στο ρόδινο ποτήρι μέσα λάμπει
Σαν το παιδί που αποζητά στο παραμύθι να ’μπει
Σαν όνειρο που ζέστανε τον ύπνο του κλοσάρ

Σαν πόρνη που νοστάλγησε το παιδικό κρεβάτι
Σαν τη νεκρή που ζύμωνε τα Σάββατα ψωμί
Σαν τον τυφλό που ακολουθεί την ίδια διαδρομή
Σαν το λυχνάρι που έφεξε το δρόμο του υπνοβάτη

Σαν σήμαντρο που ακούγεται βαθιά στην προσευχή
Σαν οδοιπόρος που έχασε το σώμα του στο δρόμο
Σαν ένα χέρι αόρατο που σε χτυπά στον ώμο
Σαν κάποιος που κλειδώθηκε σε μια παλιά εποχή

Σαν τη γριά που φόρεσε το νυφικό της πέπλο
Σαν τον καθρέφτη που έδειξε στο φόντο το σταυρό
Σαν αστραπή που φώτισε το απρόσβατο ιερό
Σαν τον Χριστό που απρόσμενα κατέβηκε απ’ το τέμπλο

Σαν αίγαγρος που απ’ τον γκρεμό τον ωκεανό κοιτάζει
Σαν φίδι που υποτάχτηκε κι αγάπησε τη γη
Σαν τρένο που απ’ τη σήραγγα δεν έχει ξαναβγεί
Σαν βάρκα που πετάει ψηλά κι απ’ την καρένα στάζει

Σαν ό,τι στέκει αντίγνωμο στη μοίρα του κενού
Σαν ό,τι κλείνει τις ρωγμές στο ρημαγμένο σπίτι
Σαν ένα φέγγος διάχυτο στη νύχτα του ερημίτη
Σαν οδοδείχτης που οδηγεί στο δρόμο τ’ ουρανού

Σαν να ’ναι ο κόσμος εύ-μορφος κι ο χρόνος αδερφός
Σαν να μην κλείνουν πίσω σου για πάντα οι τόσες θύρες
Σαν να μη σκύβουν πάνω στις πληγές σου οι ψυχοθήρες
Σαν να μην έχουν σύνορα τα μάτια και το φως

Από τη συλλογή "Μου γνέφουν" - Έμμετρα Ποιήματα (Καστανιώτης, 2000)



Βιογραφικά στοιχεία
O Oρέστης Aλεξάκης γεννήθηκε το 1931 στην Kέρκυρα. Σπούδασε νομικά και άσκησε στην Aθήνα το επάγγελμα του δικηγόρου έως το 1992. Zει κατά κύριο λόγο στην Kέρκυρα. Έγραψε κυρίως ποίηση, παράλληλα όμως ασχολήθηκε με φιλολογικά μελετήματα, δοκίμια και κριτική. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά και σερβικά. Έχει τιμηθεί για την ποίησή του με το βραβείο Nικηφόρου Bρεττάκου.