Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Παρομοιώσεις - Ορέστης Αλεξάκης

Μου γνέφουν

Σαν το τραγούδι της τρελής στην ακροποταμιά
Σαν το σαλό που ανάλαμψε και τώρα φέγγει ως πέρα
Σαν άλογο που υψώθηκε με φλόγες στον αγέρα
Σαν τη σιωπή που γέμισε σταυρούς την ερημιά

Σαν το κερί που τρέμισε χλομό στο μεσοφρύδι
Σαν άστρα που στραφτάλισαν στη νύχτα των ματιών
Σαν τις ψυχές που αδημονούν στα υπόγεια των σπιτιών
Σαν σπήλαιο που σε προσκαλεί στο πιο βαθύ ταξίδι

Σαν ποιητής που στο δικό του κόσμο έχει χαθεί
Σαν παραγιός που παίζοντας το φέρετρο καρφώνει
Σαν νύφη που μαρμάρωσε στο πετρωμένο χιόνι
Σαν τον προφήτη που έλιωσε προτού ν’ αναληφθεί

Σαν γέρος που αφουγκράζεται τη μνήμη του να λέει
Σαν κόρη που αναρίγησε στη μέλλουσα ενοχή
Σαν άμαξα παλιοκαιρινή που τη χτυπά η βροχή
Σαν ένας σκούφος ναυτικός που στον αφρό επιπλέει

Σαν την καλύβα του ψαρά που πάει με τα νερά
Σαν πεταλούδα που έσβησε του αρρώστου το καντήλι
Σαν το ανεπαίσθητο άρωμα που βγάζει το ασφοδίλι
Σαν άγγελος που γδύθηκε τα κάτασπρα φτερά

Σαν ταξιδιώτης που έφτασε στο μακρινό παρόν του
Σαν δύτης που ξεχάστηκε στους κήπους των βυθών
Σαν πόλη που προσάραξε στο αέναο παρελθόν
Σαν επισκέπτης που έμεινε στη χώρα των νεκρών του

Σαν μια γυναίκα-φάντασμα στο τρίποδο του μπαρ
Σαν φλόγα που στο ρόδινο ποτήρι μέσα λάμπει
Σαν το παιδί που αποζητά στο παραμύθι να ’μπει
Σαν όνειρο που ζέστανε τον ύπνο του κλοσάρ

Σαν πόρνη που νοστάλγησε το παιδικό κρεβάτι
Σαν τη νεκρή που ζύμωνε τα Σάββατα ψωμί
Σαν τον τυφλό που ακολουθεί την ίδια διαδρομή
Σαν το λυχνάρι που έφεξε το δρόμο του υπνοβάτη

Σαν σήμαντρο που ακούγεται βαθιά στην προσευχή
Σαν οδοιπόρος που έχασε το σώμα του στο δρόμο
Σαν ένα χέρι αόρατο που σε χτυπά στον ώμο
Σαν κάποιος που κλειδώθηκε σε μια παλιά εποχή

Σαν τη γριά που φόρεσε το νυφικό της πέπλο
Σαν τον καθρέφτη που έδειξε στο φόντο το σταυρό
Σαν αστραπή που φώτισε το απρόσβατο ιερό
Σαν τον Χριστό που απρόσμενα κατέβηκε απ’ το τέμπλο

Σαν αίγαγρος που απ’ τον γκρεμό τον ωκεανό κοιτάζει
Σαν φίδι που υποτάχτηκε κι αγάπησε τη γη
Σαν τρένο που απ’ τη σήραγγα δεν έχει ξαναβγεί
Σαν βάρκα που πετάει ψηλά κι απ’ την καρένα στάζει

Σαν ό,τι στέκει αντίγνωμο στη μοίρα του κενού
Σαν ό,τι κλείνει τις ρωγμές στο ρημαγμένο σπίτι
Σαν ένα φέγγος διάχυτο στη νύχτα του ερημίτη
Σαν οδοδείχτης που οδηγεί στο δρόμο τ’ ουρανού

Σαν να ’ναι ο κόσμος εύ-μορφος κι ο χρόνος αδερφός
Σαν να μην κλείνουν πίσω σου για πάντα οι τόσες θύρες
Σαν να μη σκύβουν πάνω στις πληγές σου οι ψυχοθήρες
Σαν να μην έχουν σύνορα τα μάτια και το φως

Από τη συλλογή "Μου γνέφουν" - Έμμετρα Ποιήματα (Καστανιώτης, 2000)



Βιογραφικά στοιχεία
O Oρέστης Aλεξάκης γεννήθηκε το 1931 στην Kέρκυρα. Σπούδασε νομικά και άσκησε στην Aθήνα το επάγγελμα του δικηγόρου έως το 1992. Zει κατά κύριο λόγο στην Kέρκυρα. Έγραψε κυρίως ποίηση, παράλληλα όμως ασχολήθηκε με φιλολογικά μελετήματα, δοκίμια και κριτική. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά και σερβικά. Έχει τιμηθεί για την ποίησή του με το βραβείο Nικηφόρου Bρεττάκου.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Τάσος Λειβαδίτης: Σε μια γυναίκα

Αυτή είναι ποίηση.
Ποίηση αυτό είναι.
Και δε χρειάζεται, γιατί δεν υπάρχει, κάτι άλλο να πεις.

Σε μια γυναίκα

—Τάσος Λειβαδίτης—

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται;» ρώταγες. Μα ήταν απλό
αφού μ’ αγαπούσες.

Τάσος Λειβαδίτης, «Σημειώσεις», Ποίηση, τόμος δεύτερος: 1972-1977, Κέδρος 1987

Το διάβασα στο http://dimartblog.com/2014/10/01/poem-of-the-week-110/

Eric Burdon & War - Spirit/Love Is All Around/Train Train (Live, 1971)

Νομίζω πως όταν η κουβέντα έρθει στα blues και στη jazz, από το συνάφι όσων διατήρησαν τα εκλογικά τους δικαιώματα στην περιφέρεια του rock, δυο είναι που κανείς δεν μπορεί να τους αρνηθεί την υπόκλιση: ο Van Morrison και ο Eric Burdon. Με τον δεύτερο το Μυστήριο Τρένο διασταυρώθηκε σε μια στροφή της αποψινής διαδρομής· του σφύριξε δις, κι έκοψε ταχύτητα για να απολαύσει το σπάνιου καλλιτεχνικού αναστήματος medley που ακολουθεί. Ειδικά από το 13:36 και μετά, η διήγηση, που πλέον εξιστορείται σε γλώσσα μηχανής, μπορεί να κάνει ακόμα και μέταλλα να λυγίσουν.


Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Τέσσερις, ένας κι άλλος ένας


http://www.athensmagazine.gr/photos/galleries/da22fc94332c7c2e8a7a8a2ae7f23feb.jpg

Κατεβαίνω τα σκαλιά στο υπόγειο κουτούκι του Χολαργού «Μια παλιά ιστορία» και πριν ακόμα ανοίξω τη μεταλλική εξώπορτα τους βλέπω μέσα από το τζάμι να κάθονται: ο Νίκος, ο Θοδωρής, ο Δημήτρης κι ο Βαγγέλης.

Μπαίνω και βαδίζω προς το τραπέζι τους, το τραπέζι μας, σημείο σταθερό για τις συναντήσεις μέσα στα τόσα χρόνια, εκεί στη γωνία δεξιά, κάτω από το ράφι με τα παλιά μπακιρένια, διακοσμητικά πλέον, σκεύη.

Στρίβουν και με κοιτούν με φωτισμένα πρόσωπα· «α, όπως τους θυμάμαι, επιεικής ο χρόνος για όλους» είναι το πρώτο που σκέφτομαι καθώς πλησιάζω και τους αγκαλιάζω θερμά, έναν έναν με τη σειρά. Έπειτα κάθομαι· το ποτήρι μου με περιμένει κιόλας γεμάτο.

Στην ασυνήθιστη αυτή παρέα τα μέλη μπήκαν σταδιακά, με συνδετικό κρίκο εμένα: ο Νίκος ήταν διπλανός μου στην πρώτη τάξη του πρώτου Γυμνασίου Χολαργού, ο Θοδωρής συμμαθητής κι αυτός αλλά πιο μετά, τελειώσαμε μαζί τα Ανάβρυτα όπου πήγα για το Λύκειο, ο Δημήτρης συνάδελφος στην πρώτη μου δουλειά, κι ο Βαγγέλης από τη δουλειά τη δεύτερη. Δέσαμε πάντως όλοι «με το αμέσως», που άκουσα να λένε στη Λάρισα (νεολογισμός από εκείνους τους τόσο κακούς, που γίνονται καλοί, άλλωστε «η γλώσσα είναι ένα ζωντανό εργαλείο» κλπ κλπ), και τις συναντήσεις σαν και την αποψινή πάντα πραγματικά τις απολαμβάνουμε, όσο κι αν δε γίνονται παρά μόνο μια στο τόσο.

Συζητάμε για τα παλιά σα να μην πέρασε μια μέρα «θυμάσαι τότε που...» και «αμ, το άλλο, με τον...» ή «α ρε μπαγάσα Βαγγέλη, χα χα, καλά λένε πως πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι του», και μεζές, και κρασάκι κόκκινο, και δώστου καλαμπούρια και πειράγματα, ο Δημήτρης να αγορεύει για τα πολιτικά του, ο Βαγγέλης το χαβά του με την ΑΕΚ και τα ποδοσφαιρικά, ο Νίκος και ο Θοδωρής, που έμειναν ανύπαντροι, με τα πιο πιπεράτα τα γκομενικά τους, και φέρε μισό κιλό ακόμα να τελειώσουμε το μεζέ, και φέρε κανά μεζέ ακόμα να πιούμε το κρασί, κι όλα αυτά τα μικρά, ωραία πράγματα που κάνουν τις φιλίες και τις ζωές ανεκτίμητες.

Ανεκτίμητες... ναι ανεκτίμητες. Και ποτέ δεν μπορεί να ξέρεις πόσο πραγματικά ανεκτίμητη είναι μια ζωή, αν δε χαθεί πρώτα.

Ο Νίκος πέθανε μέσα σε τρεις μήνες από λευχαιμία. «Καλπάζουσα». Την τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό καθόταν στο θρανίο δίπλα μου κάτωχρος, από τα μαλλιά του είχε μείνει ένα ξανθό χνούδι, τα μάτια του θολά· μετά από εκείνη τη μέρα δεν ξαναήρθε. Η φιλόλογος, η Παπαδημητρίου, μας σύστησε να πάμε στην κηδεία, και την επόμενη βδομάδα μας έβαλε στην έκθεση θέμα «Στην κηδεία του συμμαθητή μου». Κάποιοι γονείς διαμαρτυρήθηκαν ότι ήταν σκληρό αυτό που έκανε. Δεν ξέρω γιατί διάλεξε να το κάνει. Ισως τώρα, από τη σκοπιά του ενήλικου, θα μπορούσα να μαντέψω. Πάντως τόσα χρόνια πέρασαν και το θυμάμαι ακόμα· από τις εκθέσεις όλες που έγραψα ως μαθητής δυο είναι εκείνες που θυμάμαι: την έκθεση για το Νίκο και εκείνη που μας έπεσε στις πανελλήνιες, με τις κοντινές μας στέγες και τις μακρινές μας καρδιές, του Σαμαράκη. Έγραψα καλά κι έτσι κατάφερα να ρεφάρω την αποτυχία στα μαθηματικά και να περάσω.

Στην ίδια αίθουσα με το Θοδωρή τη γράψαμε την έκθεση εκείνη. Ο Θοδωρής δεν έγραψε και πολύ καλά αλλά δεν του χρειάστηκε κιόλας· μπήκε στο πανεπιστήμιο κυριολεκτικά με το σπαθί του, πιο συγκεκριμένα ως βαλκανιονίκης με την εθνική ομάδα ξιφασκίας. Στα χρόνια των σπουδών απομακρυνθήκαμε λίγο, όπως συχνά συμβαίνει όταν αλλάζεις περιβάλλον και παρέες, αλλά όλο και κάποια ευκαιρία δινόταν να ξαναβρεθούμε, σε κανένα παρτάκι, σε καμιά συναυλία. Η είδηση ότι πέθανε μου ήρθε σαν κεραμίδα. Δεν είχα καν μάθει καν πως είχε αρρωστήσει.

Ο Δημήτρης, εκείνος έφυγε μέρα μεσημέρι, εκεί που περπατούσε στην Πατησίων. Ανακοπή. «Είχε κάτι ενοχλήσεις αλλά δεν έδωσε σημασία» είπε ο Σταμάτης. «Κρίμα, κρίμα, νέο παιδί…» είπε ο Αντρέας. Για να συμπληρώσει, μετά από μια παύση που η διάρκειά της φάνηκε αφύσικα μεγαλύτερη από την πραγματική μέσα στη βουβαμάρα του γραφείου, «ωραίος θάνατος πάντως για όταν έρθει η ώρα σου».
Καταλάβαινες ωστόσο ότι για τον εαυτό του υπολόγιζε πως η ώρα εκείνη θα έκανε οπωσδήποτε μερικές δεκαετίες ακόμα να έρθει.

Και να πούμε τέλος και για το Βαγγέλη, τον μόνο από τους τέσσερις που την πορεία του προς το τέλος την παρακολούθησα από κοντά σε όλες τις φάσεις. Χρειαζόταν συχνές μεταγγίσεις και είχα πάει μερικές φορές στο Λαϊκό να δώσω αίμα και αιμοπετάλια. Περίεργη η αίσθηση να δίνεις αιμοπετάλια: σου παίρνουν το αίμα από τη φλέβα, το πάνε μια μεγάλη βόλτα μέσα από ένα μηχάνημα όπου το φυγοκεντρίζουν για να τα αφαιρέσουν, και μετά ωραία και καλά στο επιστρέφουν. Εν τω μεταξύ εσύ κάθεσαι ξάπλα και το παρακολουθείς να κυλάει μέσα στα διαφανή σωληνάκια.

Τα αιμοπετάλια ένας υγιής οργανισμός τα αντικαθιστά μέσα σε ελάχιστο χρόνο, δυο-τρεις μέρες νομίζω, γι αυτό και ο αιμοπεταλιοδότης μπορεί να δίνει ακόμα και κάθε βδομάδα αν θέλει, σε αντίθεση με το αίμα, που ως γνωστόν δεν επιτρέπεται να ξαναδώσεις πριν περάσουν τρεις-τέσσερις μήνες.

Μια από τις φορές που ήμουν στο Λαϊκό, ξάπλα και χάζευα το αίμα μου να βολτάρει στα σωληνάκια, έπιασα κουβέντα με τον διπλανό μου. Πες πες βγήκε ότι ερχόταν μια φορά το μήνα και έδινε αιμοπετάλια όχι για κάποιο δικό του άνθρωπο αλλά εθελοντικά για την τράπεζα του νοσοκομείου. Το νοσηλευτικό προσωπικό τον είχε στα όπα όπα. Και λογικό είναι, ειδικά για αιμοπετάλια ψάχνουν δότες με το φανάρι, δεν είναι ενημερωμένος ο κόσμος και φοβάται.

Ο διπλανός μου πάντως δεν φοβόταν καθόλου. Έφυγε με χαμόγελο. Στο δεξί του χέρι κράταγε διπλωμένη την μόλις υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από την προϊσταμένη βεβαίωση, την οποία θα κατέθετε την επομένη στις υπηρεσίες προσωπικού του δήμου Αθηναίων, όπου δούλευε, για να δικαιολογήσει τέσσερις μέρες αιμοδοτική άδεια. Τέσσερις μέρες αιμοδοτική άδεια το μήνα, κάθε μήνα.

Λίγο μετά καθώς έφευγα κι εγώ με ρώτησαν αν θέλω βεβαίωση. «Μπα όχι» αποκρίθηκα. Μου φάνηκε ύβρις. Τους φάνηκε περίεργο.

Αλλά ποιός είμαι εγώ που θα πω τι είναι ύβρις και τι όχι;

Στο σημείο λοιπόν αυτό, κι ενώ έχεις ήδη δει πως δε μένει και πολύ ακόμα κείμενο κι αναρρωτιέσαι πώς άραγε να τελειώνει αυτή η παράξενη και ομολογουμένως κάπως δυσάρεστη ιστορία –αλλά, πίστεψέ με, δεν έχεις δει ακόμα τα χειρότερα!-, γυρνάω και σε κοιτάζω κατάματα μέσα από το νοητό τέταρτο τοίχο της σκηνής· σε κοιτάζω κάπως βλοσυρά και σου λέω πως οι θρησκείες κι οι δοξασίες όλες συμφωνούν πως είναι κακό, πολύ κακό, να ταράζεις τους νεκρούς.

Κι έτσι αναγνώστη, όπως ίσως ήδη το σκέφτεσαι, σε περίπτωση που κι εγώ ο ίδιος συμβαίνει να είμαι πια νεκρός, το ρίσκο μένει όλο πάνω σου.



Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

Πίτσα ποίηση

http://4.bp.blogspot.com/-jvdhKDySOd0/UZ-gFJvbb9I/AAAAAAAAANI/KqqZkJCXHns/s1600/Supreme_pizza.jpg

Τόσο πολλά, σχεδόν όλα, είναι ποίηση

Η πίεση είναι ποίηση
Η πίστη είναι ποίηση
Κι η πίτσα, κι αυτή 'ναι ποίηση,
ή μάλλον: αυτή κι αν είναι ποίηση

τόσο γόνιμα σύνθετη, μια πανδαισία από χρώματα και υφές,
ακτινωτή, τριγωνική, κυκλική,
γεωμετρική αλλά και άναρχη,
ανοιχτή σε προσεγγίσεις παράλληλες και επάλληλες,
ζουμερή, διαχυτική, προκλητική, ξεμυαλίστρα, δοτική

Σκέψου πχ ένα μελετητή της γραφής μελλοντικό
να σκύβει πάνω από τούτο 'δω το ποίημα
και να γεμίζει σελίδες ανάλυσης
ακριβώς για την πίτσα αυτή

που άραγε, στο νου του ποιητή, νά 'ταν
μαργαρίτα ή σπέσιαλ ή ζαμπόν τυρί ή όποια άλλη εκδοχή

Στο άχωρο, άχρονο αλλά όχι άγευστο
-στα σίγουρα διόλου άγευστο-
σύμπαν της ποίησης

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Το αλφαβητάρι του Μυστήριου Τρένου


Λήμματα για μια σύγχρονη διάλεκτο

 http://2.bp.blogspot.com/_-N1HbcYq3_I/TBno-kG4C8I/AAAAAAAAANc/N3InpPqSNDs/s1600/%CE%B1%CE%BB%CF%86%CE%B1%CE%B2%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%B9.jpg



Α για την Ανθρωπιά.
Είδος εν ανεπαρκεία τις μέρες αυτές, που το ενδιαφέρον μονοπωλούν τα Άλφα των «Αγορών».

Β για τις Βόλτες.
Γεννήτριες παραστάσεων, προσανάμματα φαντασίας, αντίδοτα στην υπερδιέγερση της ζωής στη μεγαλούπολη. Για τους οπαδούς της περιπατητικής σχολής.

Γ για τη Γραβάτα.
Απαραίτητη για να προσδίδει σοβαροφάνεια, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες που ελλείπει η σοβαρότητα. Κύριο χαρακτηριστικό της, ότι σε σφίγγει.

Δ για το Δρόμο.
Παλιά είχε τη δική του ιστορία. Σήμερα τον λένε Αττική ή Εγνατία οδό. Μένει να δούμε πού βγάζει.

Ε για την Επίδαυρο.
Επιβεβλημένος προορισμός των θερινών εξορμήσεων, όσο κι αν η επί σκηνής «Ιθάκη» δεν δικαιώνει πάντοτε το ταξίδι.

Ζ για τη Ζέστη.
Αντιμετωπίζεται με κλιματισμό. Προσοχή στην παρενέργεια της (απο)μόνωσης.

Η για τον Ηλεκτρισμό.
Για να συνειδητοποιήσεις τι σημαίνει για σένα, απαιτείται μια διακοπή ρεύματος.

Θ για το Θάρρος.
Υπερβατική αρετή των αρχαίων μας προγόνων. Στη νέα Ελλάδα τη θέση του πήρε το θράσος.

Ι για τον Ιστό.
Της αράχνης σε αιχμαλωτίζει, με συνέπειες τραγικές· ο «παγκόσμιος» σε απελευθερώνει, με συνέπειες, ακόμη, άγνωστες.

Κ για το Κρασί.
Ευλογημένο μαζί με το ψωμί και το λάδι. Αναδεικνύει επίσης τα παϊδάκια και το σπληνάντερο. Σε κάποιες εμφιαλώσεις κοστίζει μια περιουσία. Από όσα έχω δοκιμάσει προτιμώ του θείου μου του Φώτη.

Λ για τον Τζον Λέννον.
Είχε πει «Ζωή είναι εκείνο που συμβαίνει ενώ είσαι απασχολημένος με το να κάνεις διαφορετικά σχέδια».

Μ για το Μπαχτσίσι.
Το λιπαντικό του δημοσίου –και όχι μόνο– τομέα. Η βαθιά ανατολίτικη ρυτίδα στο νεότοκο ευρωπαϊκό μας προφίλ.

Ν για τα Νιάτα.
Ρουφιούνται λαίμαργα· καταδικάζονται, ενίοτε, στη φάση της ωριμότητας για την ηδονιστική τους απερισκεψία· έρχονται μόνο μια φορά.

Ξ για το Ξύλο.
Υλικό ζεστό και φθαρτό όπως η ζωή. Απαντάται όλο και λιγότερο στους χώρους όπου ζούμε, με την ευτελή δικαιολογία του υψηλού, συγκριτικώς, κόστους.

Ο για την Ομορφιά.
Η αντίληψή της είναι, ίσως, η πιο βαθέως υποκειμενική υπόθεση. Απόδειξη, ότι οι λογής «μεγάλοι αδελφοί» έχουν φαγωθεί να επιβάλουν πρότυπά της.

Π για τα Περιττώματα.
Φάτε άφοβα· «δισεκατομμύρια μύγες δεν μπορεί να κάνουν λάθος».

Ρ για το Ρούμι.
Πάει με κόκα-κόλα/πάγο/λεμόνι, παραλίες και υγρές καλοκαιρινές νύχτες. Οι επαΐοντες το προτιμούν μαύρο.

Σ για το Σεξ.
Η στάση της Εκκλησίας παραμένει αμετακίνητη στο ότι πράττεται αποκλειστικώς προκειμένου για αναπαραγωγή. Το ποίμνιο, στο σύνολό του, προτιμά διάφορες άλλες στάσεις.

Τ για την Τέρψη.
Η θρησκεία της παγκοσμιοποίησης.

Υ για την Υπερβολή.
Πολλές φορές η χειραψία μαζί της είναι ο μοναδικός τρόπος να μάθεις ποιo ακριβώς ήταν το όριο που αψήφησες.

Φ για το Φοίνικα.
Μυθολογικό πουλί που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ξαναγεννιέται απ' τις στάχτες του. Ως σύμβολο, δίνει κουράγιο για να ξανασηκωθείς κάθε φορά που πέφτεις.

Χ για το Χρώμα.
Ουσιώδες για κάθε τι μη μαυρόασπρο.

Ψ για την Ψυχραιμία.
Ένα από τα ελάχιστα χρήσιμα που έχει να προσθέσει η αγγλοσαξονική κουλτούρα στη δική μας.

Ω για τον Ωκεανό.
Οι σαγηνευτικοί κυματισμοί της θεωρίας του χάους.


Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Mood Six: Hanging Around



Mood Six were a neo-psychedelic band formed in London's West End in 1981, emerging from the remnants of mod revival groups like the The Merton Parkas and the VIPs.

Debuting with two tracks - "Just Like a Dream" and "Plastic Flowers" - on the A Splash of Colour compilation, the group immediately launched itself to the forefront of the short-lived British new psychedelia revival.

Signing to EMI, Mood Six issued their first official single, "Hanging Around", but were dismissed from the label when the release of the follow-up, "She's Too Far (Out)," was aborted, leaving only white label versions in circulation.

In 1985, Mood Six resurfaced on the Psycho label with the LP The Difference Is..., jumping to Cherry Red to issue A Matter Of! a year later. After a long period of seeming inactivity, the band returned in 1993, releasing And This Is It on their own Lost Recording Company label. Two compilations were later released on Cherry Red, Songs from The Lost Boutique and Cutting Edge Retro.

Their original lineup included Phil Ward, Tony Conway, Andy Godfrey, Guy Morley, Paul Shurey, and Simon Smith.

1980's artist Toni Basil chose to record her own version of "Hanging Around" and this is included as the B-side to her massive selling "Hey Mickey" single.


Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Δημοσθένης Κούρτοβικ: Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη

Αναδημοσίευση άρθρου του Δημοσθένη Κούρτοβικ ("ΤΑ ΝΕΑ", 19.07.2003) στο οποίο μιλά για τη ζωή και το έργο του Κωστή Παπαγιώργη (07.11.1947 - 21.03.2014). Οι επισημάνσεις είναι του μυστήριου τρένου.
 

Όπου ο λάθος δρόμος είναι ο σωστός.


Έχω μια προκατάληψη που, όπως υποψιάζομαι, μοιράζομαι με τον Κωστή Παπαγιώργη: πιστεύω πως για να γράψεις σωστά, πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα υπέρ μιας τόσο απόλυτης θέσης. Είπαμε, για προκατάληψη πρόκειται. Ωστόσο, ακόμη περιμένω από την παρατήρηση να άρει τη δυσπιστία μου όχι μόνο για τις εκφραστικές ικανότητες, αλλά και για το ψυχικό βάθος ανθρώπων που τους ήρθαν όλα δεξιά στη ζωή τους, που έκαναν πάντα τις σωστές επιλογές, που είχαν πάντα δίκιο, που διαπλάστηκαν μόνο με εκλεκτές εμπειρίες. Ως τότε, θα προσυπογράφω την άποψη του Παπαγιώργη ότι «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται».

http://blogs.sch.gr/2pplalogo/files/2013/03/Papagiorgis1.jpg
Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη, σχεδόν μοναδική για Έλληνα διανοούμενο, αν και δεν θα κινδύνευε να κατηγορηθεί για αυτοεπιείκεια αν πρόσθετε ότι πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι εξαρχής για τέτοια λάθη. Εν πάση περιπτώσει, η καλή μέρα δεν φαίνεται από το πρωί, αλλά ήδη από τα χαράματα, όταν ακόμη αντικρίζουμε τον κόσμο αγουροξυπνημένοι: «φιλάσθενο, μίζερο, προβληματικό παιδί», όπως λέει ο ίδιος, με το αίσθημα (που το απολάμβανε κιόλας) ότι είναι «υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα», φοβερά ανορθόγραφος (μολονότι γιος αυστηρού δάσκαλου), αριστερόχειρας, που πλήρωσε την καταναγκαστική στροφή στη δεξιοχειρία με βραδυγλωσσία. Φοιτητής στο Παρίσι, αργότερα, ενώ γύρω του βουίζει ο Μάης του '68, κλείνεται σε μια σοφίτα και διαβάζει μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτριώνει» από τα βιβλιοπωλεία. «Τόσο πιεστικά και τόσο άγονα δεν ξαναδιάβασα ποτέ στη ζωή μου», λέει σήμερα. Καρπός αυτής της φάσης θα είναι δυο μελέτες, για τον Πλάτωνα και τον Χάιντεγκερ, τις οποίες έχει εδώ και καιρό αποκηρύξει, γιατί, όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Διαβάζω, «όταν διάβασα το βιβλίο [για τον Χάιντεγκερ] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω».

H μετάνοιά του, αλλά περισσότερο ίσως το αίσθημα ότι «απουσίαζε» γενικά, διαλύεται στο αλκοόλ, που τον απαλλάσσει και από το πρόβλημα της βραδυγλωσσίας, τον φέρνει όμως, κοντά στα σαράντα του, ένα βήμα από τον τάφο. Και τότε όλα αλλάζουν. Ο Παπαγιώργης κέρδισε τελικά τη μάχη για τη ζωή (μα, τον ακούω να λέει, ποιος κέρδισε ποτέ τελικά αυτή τη μάχη;) και τα ελληνικά γράμματα κέρδισαν τον σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα τελευταία πενήντα χρόνια. Τρόπος του λέγειν «έβγαλαν», γιατί τον συγγραφέα Παπαγιώργη δεν τον βύζαξαν τα ελληνικά γράμματα, αλλά τα παθήματά του, ο λάθος δρόμος που λέγαμε.

Ο σωστός δρόμος που βρήκε ο Παπαγιώργης για να εκφραστεί είναι η μακριά σειρά των ανθρωπολογικών δοκιμίων του, που αρχίζει, χαρακτηριστικά, με το Περί μέθης (1987), ίσως το γνωστότερο βιβλίο του, αν και πολλοί θεωρούν ότι το καλύτερο είναι, εξίσου χαρακτηριστικά, η μελέτη του για τον Ντοστογέφσκι. Όλα αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα με συναρπαστικό τρόπο, γιατί ο συγγραφέας τους ακολουθεί μια αρχή την οποία διατυπώνει τέλεια στη συνέντευξή του στο Διαβάζω: «Δεν υπάρχει κάποιο πνευματικό ζήτημα που να μην μπορεί να εκτεθεί δραματικά - ακόμα και ένα πρόβλημα γεωμετρίας». Δραματικό δεν είναι μόνο το σχέδιο ανάπτυξης, αλλά και το ύφος: ο Παπαγιώργης αποφεύγει σχολαστικά την ξεθυμασμένη φρασεολογία του κοινόχρηστου λόγου, άλλο τόσο σχολαστικά όμως αποφεύγει την αφηρημένη, πομπώδη αλλά άσαρκη ακαδημαϊκή ορολογία, και η γλώσσα του έχει πολύ συχνά μια διαβρωτική λαϊκή εκφραστικότητα. Με τέτοια εκθαμβωτικά συγγραφικά προσόντα, βέβαια, ήταν μάλλον επόμενο να προσεχτεί λιγότερο ο «σκληρός πυρήνας» της σκέψης του Παπαγιώργη.

H οποία σκέψη επικεντρώνεται στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στην «ανάποδη των ανθρώπων». Οι ίδιοι οι τίτλοι ή υπότιτλοι των πρώτων «γνήσιων» έργων του είναι ενδεικτικοί: Περί μέθης, Το πάθος της ζηλοτυπίας, Οι ξυλοδαρμοί ή Μισανθρωπίας προλεγόμενα. Ουσιαστικά ο Παπαγιώργης βυθοσκοπεί το Κακό, και καλά κάνει. Όπως λέει ο ίδιος, «η ευτυχία δεν έχει βαθύτητα», γι' αυτό η σημαντική λογοτεχνία δεν ασχολείται μαζί της (κάτι για το οποίο παραπονιόταν, άδικα όμως, προς το τέλος της ζωής του ο αγαπημένος φίλος του Παπαγιώργη Χρήστος Βακαλόπουλος). Οι ανομολόγητες, οι αθέμιτες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής κρύβουν βασικότερες, συμπαγέστερες και σταθερότερες αλήθειες για τη φύση της, όσο δυσάρεστο και αν είναι αυτό. Ο λάθος δρόμος στη ζωή είναι ευεργετικός για τη δουλειά του συγγραφέα επειδή περνάει ακριβώς μέσα από τέτοιες αλήθειες, τις οποίες η ρηχή συνείδηση αγνοεί και η αχρεία συνείδηση δεν μπορεί να δει, γιατί τις ενσαρκώνει.

O Παπαγιώργης, όμως, μοιάζει να το πάει πιο μακριά. «Ποτέ δεν πίστεψα», λέει, «ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. H συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα». Σ' αυτό αναγγέλλεται όχι απλώς μια δυσπιστία, αλλά μια σχεδόν ιδεοληπτική άρνηση της δυνατότητας για επικοινωνιακή ειλικρίνεια, η πεποίθηση ότι πίσω από κάθε τι που φαίνεται θετικό και ευγενές κρύβεται κάτι αρνητικό και ευτελές, ότι το Κακό είναι η μόνη αλήθεια στον κόσμο και όλα τα άλλα αποτελούν «παρελκυστικές κινήσεις, ψυχικά μασκαρέματα».

Από εδώ ώς τον κυνισμό δεν μένει παρά ένα βήμα. Έγραψα παλιότερα ότι στον Παπαγιώργη διακρίνει κανείς έναν κάποιο κυνισμό και μια αφ' υψηλού αντιμετώπιση της ανθρώπινης αγωνίας. Κομμάτι σοφότερος στο μεταξύ κι εγώ, αποσύρω εκείνο το «αφ' υψηλού» κ.λπ., γιατί ένας πονεμένος άνθρωπος (ο Παπαγιώργης είναι πολύ πονεμένος) δεν βλέπει ποτέ αφ' υψηλού τους άλλους, κι επιμένω για τον κυνισμό, διευκρινίζοντας όμως ότι το βήμα του Παπαγιώργη προς αυτόν μένει μετέωρο. Ο κυνικός είναι ένας απελπισμένος που θέλει να εκδικηθεί την πραγματικότητα προσπαθώντας να φαίνεται χειρότερός της. Ο Παπαγιώργης, για την ώρα, κάνει απλώς πως δέχεται τους όρους της: συμπεριφέρεται συμβατικά.

Δεν θέλω, ούτε είμαι σε θέση, να κάνω το ψυχογράφημά του (άλλωστε, ελάχιστα τον γνωρίζω προσωπικά). Υποπτεύομαι, όμως, πως εδώ βρίσκεται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, η εξήγηση της παράδοξης, για έναν άνθρωπο με τέτοια φιλοσοφία, προσήλωσής του στις παρέες και στις εξωστρεφείς διασκεδάσεις. Έτσι τείνω να εξηγήσω επίσης την, όχι λιγότερο παράδοξη, στροφή του προς τον ελληνικό «αυτοχθονισμό», η οποία εγκαινιάζεται συγγραφικά το 1997, με τη μελέτη του για τον Παπαδιαμάντη, και συνεχίζεται με τα δύο πρόσφατα δοκίμιά του για την Ελληνική Επανάσταση.

Εκείνο που τράβηξε τον Παπαγιώργη στον Παπαδιαμάντη δεν είναι η ορθοδοξία, αλλά το πνεύμα της μικρής κοινότητας, όπως την περιγράφει ο Σκιαθίτης. Μιας κοινότητας όπου οι μικρές ανθρώπινες αδυναμίες αντιμετωπίζονται με επιείκεια και κατανόηση, ενώ οι μεγάλες αμαρτίες είναι αδιανόητες, γιατί είναι άγνωστη η ύβρις της εξατομικευμένης συνείδησης, της απομάκρυνσης από το κοινοτικό ήθος. Ο Παπαγιώργης πιστεύει, μαζί με τον Τέλλο Άγρα, ότι ο Παπαδιαμάντης ήθελε έναν «ελληνισμό χωρίς εθνισμό», δηλαδή μια ιθαγενή ταυτότητα χωρίς εθνική ιδεολογία. H Επανάσταση του 1821 υπήρξε μια καταστροφή (ιστορικά αναπόφευκτη), γιατί, με μοχλό το ιδεολόγημα της αποκατεστημένης επαφής με τον πολιτισμό των «αρχαίων ημών προγόνων», προώθησε στη θέση του υγιούς ιθαγενούς κοινοτισμού ένα κράτος κακέκτυπο των δυτικών εθνικών κρατών και στη θέση του αυθεντικού ντόπιου ανθρώπου έναν τύπο Έλληνα που ήταν και παραμένει καρικατούρα του Ευρωπαίου πολίτη.

Εδώ ο Παπαγιώργης μπερδεύεται κάπως, ακριβώς επειδή παραείναι έξυπνος και σκεπτικιστής για να μην υποψιάζεται πως και αυτή η θέση αποτελεί ιδεολόγημα. Αν ο ιθαγενής κοινοτισμός ήταν τόσο υγιής, γιατί ήταν ιστορικά αναπόφευκτο να σαρωθεί; Ο Παπαγιώργης οργίζεται μεν για την απαξιωτική στάση που διαμορφώθηκε απέναντι σε κάθε τι το ντόπιο, για την περιφρόνηση προς τον «ρωμιό» ως άνθρωπο πέμπτης κατηγορίας, ως τουρκομαθημένο υπάνθρωπο. Αλλά όταν ο Κωνσταντίνος Θέμελης τον ρωτάει μήπως αυτή είναι η αλήθεια για τον ρωμιό, απαντάει: «Πιθανότατα».

Προσθέτει, βέβαια, ότι «τότε με ευρωπαϊκά εμβόλια και καταβολάδες δεν φτιάχνεις κοινωνία». Τι γίνεται, όμως, αν πρέπει να τη φτιάξεις, γιατί δεν έχεις άλλη ιστορική επιλογή; Με τέτοιες καταβολάδες και με αντίστοιχα ιδεολογήματα φτιάχτηκαν αρκετά άλλα έθνη που προχώρησαν περισσότερο από εμάς, τόσο ώστε να μην έχουν πια ανάγκη τη διαρκή αναφορά στους ιδρυτικούς μύθους τους. Ο ίδιος ο Παπαγιώργης, μιλώντας στο Διαβάζω για τον προτεσταντισμό, λέει ότι ήταν μια επανάσταση ανυπολόγιστα μεγαλύτερη από τη γαλλική, διότι «στρέφει τον άνθρωπο προς την εργασία και του χαρίζει ένα αχανές αυτεξούσιο, [οπότε] αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί οι προτεστάντες πρόκοψαν τόσο πολύ, ενώ οι ορθόδοξοι της Ανατολής - στη Ρωσία για παράδειγμα - παγιδεύτηκαν». Όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Ελλάδα του Παπαδιαμάντη.

Πρόκειται ακριβώς για το πρόβλημα που συνειδητοποίησε ο Στέλιος Ράμφος, και προσπαθεί από τότε να βρει στην ορθόδοξη παράδοση στοιχεία που θα μπορούσαν να ευνοήσουν έναν επαναστατικό πνευματικό αναπροσανατολισμό ανάλογο εκείνου που επέφερε ο προτεσταντισμός. Ο Παπαγιώργης αντιλαμβάνεται πολύ καλά το δίλημμα, όπως δείχνουν οι αντιφατικές δηλώσεις του που παρέθεσα. Αλλά ανάμεσα σε δύο ιδεολογήματα, ένα εκσυγχρονιστικό κι ένα παραδοσιοκρατικό, προτιμά εκείνο που δεν αφήνει περιθώρια για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος. Αυτό είναι το σημείο συμβολής της προσωπικής περιπέτειάς του με τις περιπέτειες των ιδεών στη σύγχρονη Ελλάδα.

Το είπα και πρόσφατα, με αφορμή αυτό το βιβλίο: σημασία δεν έχει τόσο τι λένε οι άνθρωποι όσο γιατί το λένε. Οι απαντήσεις που δίνει ο Παπαγιώργης έχουν λιγότερη σημασία από τη γενεαλογία των ερωτήσεων τις οποίες αναγκάστηκε να θέσει στον εαυτό του. Και κανένας Έλληνας στοχαστής δεν μίλησε ώς τώρα με τόση παρρησία, τόση διεισδυτικότητα και τόση μαεστρία για ένα τόσο πολύπλοκο και τόσο ερεβώδες θέμα.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

The Suburbs: Teenage Run In



01:45 στο κρανίο, όπως συμβαίνει όταν είναι 1978 και εσύ στην πρώτη σου δισκογραφική δουλειά, το ομώνυμο EP των Suburbs από τη Μινεάπολη.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

MC5: The Big Bang!


Δέκα χρόνια πριν από τους Clash, τον Sid Vicious και τον Johnny Rotten, και 25 πριν τους Rage Against The Machine, μια παρέα από μακρυμάλληδες κομάντος με κιθάρες και δερμάτινα τζάκετ ύψωσε στο Ντιτρόιτ το λάβαρο του punk rock, συνδυάζοντας τις βασικές διδαχές του Chuck Berry με την ξέφρενη κινητικότητα του James Brown, και το free jazz χάος με τους έντονα πολιτικοποιημένους στίχους.

Η «καριέρα» του κιθαρίστα Wayne Kramer, του τραγουδιστή Rob Tyner, του κιθαρίστα Fred «Sonic» Smith (μετέπειτα σύζυγος της Patti Smith και μακαρίτης από το 1995), του μπασίστα Michael Davis και του ντράμερ Dennis Thompson διήρκεσε πέντε μόλις χρόνια, από το 1967 ως το 1972, που ήταν όμως αρκετά για να πλαστεί  μια παρακαταθήκη από αξεπέραστους, τραχείς πρωτο-punk ύμνους («Kick Out The Jams», «I Can Only Give You Everything», «Call Me Animal», «Miss X», «Shakin’ Street», «Looking At You») που αποτέλεσαν θεμελιώδη επιρροή για μια ατέλειωτη σειρά από επιγόνους, πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν και σήμερα να παίζουν μουσική που είναι αμφίβολο αν θα υπήρχε χωρίς τους MC5.

Η συλλογή της Rhino μας παρέχει μια πολύ καλή επιτομή των ηχογραφημένων πεπραγμένων τους, περιλαμβάνοντας πρωτόλεια single, κομμάτια από τα τρία επίσημα στούντιο άλμπουμ τους [«Kick Out The Jams» (1969), «Back In The USA» (1970), «High Time» (1971)] καθώς και μια ερμηνεία ηχογραφημένη «ζωντανά στο στούντιο».



Ode to Joy - Miroslav Holub


You only love
when you love in vain.

Try another radio probe
when ten have failed,
take two hundred rabbits
when a hundred have dies:
only this is science.

You ask the secret.
It has just one name:
again.

In the end
a dog carries in his jaws
his image in the water,
people rivet the new moon,
I love you.

Like caryatids
our lifted arms
hold up time's granite load

and defeated
we shall always win.

--Miroslav Holub (1923-1988)
   trans. Ian Milner & George Theiner


Czech Holub was also a well-respected immunologist, and had this to say about his work:
I prefer to write for people untouched by poetry… I would like them to read poems in such a matter-of-fact manner as when they are reading the newspaper or go to football matches. I would like people not to regard poetry as something more difficult, more effeminate, or more praiseworthy.

Στο μπουλεβάρτο - Μιλτιάδης Μαλακάσης


Μέσ’ απ’ το τζαμωτό και να κοιτάζω
σε κύματα τον κόσμο να ξεσπά.
Να πίνω τον καφέ μου, να ρεμβάζω,
ένα σιγάρο ανάβοντας μετά

Στο νου μου τα ερωτήματα να βάζω,
όχι τα πολυσύνθετα· τ’ απλά.
Ένα συν δύο, τρία να λογαριάζω,
και η ώρα μου με τέτοια να περνά.

Τ’ ορεκτικό μου αργότερα να παίρνω
με κάτι τι πικάντικο, μια ελιά,
τέταρτο, πέμπτο, κι ύστερα να γέρνω
στο στήθος το κεφάλι μου βαριά,

κι άξαφνα να σηκώνομαι, και να ‘μαι
σαν ένας άλλος, που ούτε τον θυμάμαι

Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ (1869-1943)

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

David Foster Wallace on different kinds of freedom vs the default setting

David Foster Wallace at a Manhattan bookstore in 2006.

In 2005, David Foster Wallace addressed the graduating class at Kenyon College with a remarkable speech that revealed in equal measure his singular, potent, wildly eclectic mind and his wounded spirit.

Click to listen to first part of speech

Click to listen to second part of speech

(If anybody feels like perspiring [cough], I'd advise you to go ahead, because I'm sure going to. In fact I'm gonna [mumbles while pulling up his gown and taking out a handkerchief from his pocket].) Greetings ["parents"?] and congratulations to Kenyon's graduating class of 2005. There are these two young fish swimming along and they happen to meet an older fish swimming the other way, who nods at them and says "Morning, boys. How's the water?" And the two young fish swim on for a bit, and then eventually one of them looks over at the other and goes "What the hell is water?"

This is a standard requirement of US commencement speeches, the deployment of didactic little parable-ish stories. The story ["thing"] turns out to be one of the better, less bullshitty conventions of the genre, but if you're worried that I plan to present myself here as the wise, older fish explaining what water is to you younger fish, please don't be. I am not the wise old fish. The point of the fish story is merely that the most obvious, important realities are often the ones that are hardest to see and talk about. Stated as an English sentence, of course, this is just a banal platitude, but the fact is that in the day to day trenches of adult existence, banal platitudes can have a life or death importance, or so I wish to suggest to you on this dry and lovely morning.

Of course the main requirement of speeches like this is that I'm supposed to talk about your liberal arts education's meaning, to try to explain why the degree you are about to receive has actual human value instead of just a material payoff. So let's talk about the single most pervasive cliché in the commencement speech genre, which is that a liberal arts education is not so much about filling you up with knowledge as it is about "teaching you how to think".

If you're like me as a student, you've never liked hearing this, and you tend to feel a bit insulted by the claim that you needed anybody to teach you how to think, since the fact that you even got admitted to a college this good seems like proof that you already know how to think. But I'm going to posit to you that the liberal arts cliché turns out not to be insulting at all, because the really significant education in thinking that we're supposed to get in a place like this isn't really about the capacity to think, but rather about the choice of what to think about. If your total freedom of choice regarding what to think about seems too obvious to waste time discussing, I'd ask you to think about fish and water, and to bracket for just a few minutes your scepticism about the value of the totally obvious.

Here's another didactic little story. There are these two guys sitting together in a bar in the remote Alaskan wilderness. One of the guys is religious, the other is an atheist, and the two are arguing about the existence of God with that special intensity that comes after about the fourth beer. And the atheist says: "Look, it's not like I don't have actual reasons for not believing in God. It's not like I haven't ever experimented with the whole God and prayer thing. Just last month I got caught away from the camp in that terrible blizzard, and I was totally lost and I couldn't see a thing, and it was 50 below, and so I tried it: I fell to my knees in the snow and cried out 'Oh, God, if there is a God, I'm lost in this blizzard, and I'm gonna die if you don't help me.'" And now, in the bar, the religious guy looks at the atheist all puzzled. "Well then you must believe now," he says, "After all, here you are, alive." The atheist just rolls his eyes. "No, man, all that was was a couple Eskimos happened to come wandering by and showed me the way back to camp."

It's easy to run this story through kind of a standard liberal arts analysis: the exact same experience can mean two totally different things to two different people, given those people's two different belief templates and two different ways of constructing meaning from experience. Because we prize tolerance and diversity of belief, nowhere in our liberal arts analysis do we want to claim that one guy's interpretation is true and the other guy's is false or bad. Which is fine, except we also never end up talking about just where these individual templates and beliefs come from. Meaning, where they come from INSIDE the two guys. As if a person's most basic orientation toward the world, and the meaning of his experience were somehow just hard-wired, like height or shoe-size; or automatically absorbed from the culture, like language. As if how we construct meaning were not actually a matter of personal, intentional choice.

Plus, there's the whole matter of arrogance. The nonreligious guy is so totally certain in his dismissal of the possibility that the passing Eskimos had anything to do with his prayer for help. True, there are plenty of religious people who seem arrogant and certain of their own interpretations, too. They're probably even more repulsive than atheists, at least to most of us. But religious dogmatists' problem is exactly the same as the story's unbeliever: blind certainty, a close-mindedness that amounts to an imprisonment so total that the prisoner doesn't even know he's locked up.

The point here is that I think this is one part of what teaching me how to think is really supposed to mean. To be just a little less arrogant. To have just a little critical awareness about myself and my certainties. Because a huge percentage of the stuff that I tend to be automatically certain of is, it turns out, totally wrong and deluded. I have learned this the hard way, as I predict you graduates will, too.

Here is just one example of the total wrongness of something I tend to be automatically sure of: everything in my own immediate experience supports my deep belief that I am the absolute centre of the universe; the realest, most vivid and important person in existence. We rarely think about this sort of natural, basic self-centredness because it's so socially repulsive. But it's pretty much the same for all of us. It is our default setting, hard-wired into our boards at birth. Think about it: there is no experience you have had that you are not the absolute centre of. The world as you experience it is there in front of YOU or behind YOU, to the left or right of YOU, on YOUR TV or YOUR monitor. And so on. Other people's thoughts and feelings have to be communicated to you somehow, but your own are so immediate, urgent, real.

Please don't worry that I'm getting ready to lecture you about compassion or other-directedness or all the so-called virtues. This is not a matter of virtue. It's a matter of my choosing to do the work of somehow altering or getting free of my natural, hard-wired default setting which is to be deeply and literally self-centered and to see and interpret everything through this lens of self. People who can adjust their natural default setting this way are often described as being "well-adjusted", which I suggest to you is not an accidental term.

Given the triumphant academic setting here, an obvious question is how much of this work of adjusting our default setting involves actual knowledge or intellect. This question gets very tricky. Probably the most dangerous thing about an academic education--least in my own case--is that it enables my tendency to over-intellectualise stuff, to get lost in abstract argument inside my head, instead of simply paying attention to what is going on right in front of me, paying attention to what is going on inside me.

DAVID FOSTER WALLACE in his own words As I'm sure you guys know by now, it is extremely difficult to stay alert and attentive, instead of getting hypnotised by the constant monologue inside your own head (may be happening right now). Twenty years after my own graduation, I have come gradually to understand that the liberal arts cliché about teaching you how to think is actually shorthand for a much deeper, more serious idea: learning how to think really means learning how to exercise some control over how and what you think. It means being conscious and aware enough to choose what you pay attention to and to choose how you construct meaning from experience.

Because if you cannot exercise this kind of choice in adult life, you will be totally hosed. Think of the old cliché about "the mind being an excellent servant but a terrible master".
This, like many clichés, so lame and unexciting on the surface, actually expresses a great and terrible truth. It is not the least bit coincidental that adults who commit suicide with firearms almost always shoot themselves in: the head. They shoot the terrible master. And the truth is that most of these suicides are actually dead long before they pull the trigger.

And I submit that this is what the real, no bullshit value of your liberal arts education is supposed to be about: how to keep from going through your comfortable, prosperous, respectable adult life dead, unconscious, a slave to your head and to your natural default setting of being uniquely, completely, imperially alone day in and day out. That may sound like hyperbole, or abstract nonsense. Let's get concrete. The plain fact is that you graduating seniors do not yet have any clue what "day in day out" really means. There happen to be whole, large parts of adult American life that nobody talks about in commencement speeches. One such part involves boredom, routine and petty frustration. The parents and older folks here will know all too well what I'm talking about.

By way of example, let's say it's an average adult day, and you get up in the morning, go to your challenging, white-collar, college-graduate job, and you work hard for eight or ten hours, and at the end of the day you're tired and somewhat stressed and all you want is to go home and have a good supper and maybe unwind for an hour, and then hit the sack early because, of course, you have to get up the next day and do it all again.

But then you remember there's no food at home. You haven't had time to shop this week because of your challenging job, and so now after work you have to get in your car and drive to the supermarket. It's the end of the work day and the traffic is apt to be: very bad. So getting to the store takes way longer than it should, and when you finally get there, the supermarket is very crowded, because of course it's the time of day when all the other people with jobs also try to squeeze in some grocery shopping.

And the store is hideously lit and infused with soul-killing muzak or corporate pop and it's pretty much the last place you want to be but you can't just get in and quickly out; you have to wander all over the huge, over-lit store's confusing aisles to find the stuff you want and you have to manoeuvre your junky cart through all these other tired, hurried people with carts (et cetera, et cetera, cutting stuff out because this is a long ceremony) and eventually you get all your supper supplies, except now it turns out there aren't enough check-out lanes open even though it's the end-of-the-day rush. So the checkout line is incredibly long, which is stupid and infuriating. But you can't take your frustration out on the frantic lady working the register, who is overworked at a job whose daily tedium and meaninglessness surpasses the imagination of any of us here at a prestigious college.

But anyway, you finally get to the checkout line's front, and you pay for your food, and you get told to "Have a nice day" in a voice that is the absolute voice of death. Then you have to take your creepy, flimsy, plastic bags of groceries in your cart with the one crazy wheel that pulls maddeningly to the left, all the way out through the crowded, bumpy, littery parking lot, and then you have to drive all the way home through slow, heavy, SUV-intensive, rush-hour traffic, et cetera et cetera.

Everyone here has done this, of course. But it hasn't yet been part of you graduates' actual life routine, day after week after month after year.

But it will be. And many more dreary, annoying, seemingly meaningless routines besides. But that is not the point. The point is that petty, frustrating crap like this is exactly where the work of choosing is gonna come in. Because the traffic jams and crowded aisles and long checkout lines give me time to think, and if I don't make a conscious decision about how to think and what to pay attention to, I'm gonna be pissed and miserable every time I have to shop. Because my natural default setting is the certainty that situations like this are really all about me. About MY hungriness and MY fatigue and MY desire to just get home, and it's going to seem for all the world like everybody else is just in my way. And who are all these people in my way? And look at how repulsive most of them are, and how stupid and cow-like and dead-eyed and nonhuman they seem in the checkout line, or at how annoying and rude it is that people are talking loudly on cell phones in the middle of the line. And look at how deeply and personally unfair this is.

Or, of course, if I'm in a more socially conscious liberal arts form of my default setting, I can spend time in the end-of-the-day traffic being disgusted about all the huge, stupid, lane-blocking SUV's and Hummers and V-12 pickup trucks, burning their wasteful, selfish, 40-gallon tanks of gas, and I can dwell on the fact that the patriotic or religious bumper-stickers always seem to be on the biggest, most disgustingly selfish vehicles, driven by the ugliest [responding here to loud applause] (this is an example of how NOT to think, though) most disgustingly selfish vehicles, driven by the ugliest, most inconsiderate and aggressive drivers. And I can think about how our children's children will despise us for wasting all the future's fuel, and probably screwing up the climate, and how spoiled and stupid and selfish and disgusting we all are, and how modern consumer society just sucks, and so forth and so on.

You get the idea.

If I choose to think this way in a store and on the freeway, fine. Lots of us do. Except thinking this way tends to be so easy and automatic that it doesn't have to be a choice. It is my natural default setting. It's the automatic way that I experience the boring, frustrating, crowded parts of adult life when I'm operating on the automatic, unconscious belief that I am the centre of the world, and that my immediate needs and feelings are what should determine the world's priorities.

The thing is that, of course, there are totally different ways to think about these kinds of situations. In this traffic, all these vehicles stopped and idling in my way, it's not impossible that some of these people in SUV's have been in horrible auto accidents in the past, and now find driving so terrifying that their therapist has all but ordered them to get a huge, heavy SUV so they can feel safe enough to drive. Or that the Hummer that just cut me off is maybe being driven by a father whose little child is hurt or sick in the seat next to him, and he's trying to get this kid to the hospital, and he's in a bigger, more legitimate hurry than I am: it is actually I who am in HIS way.

Or I can choose to force myself to consider the likelihood that everyone else in the supermarket's checkout line is just as bored and frustrated as I am, and that some of these people probably have harder, more tedious and painful lives than I do.

Again, please don't think that I'm giving you moral advice, or that I'm saying you are supposed to think this way, or that anyone expects you to just automatically do it. Because it's hard. It takes will and effort, and if you are like me, some days you won't be able to do it, or you just flat out won't want to.

But most days, if you're aware enough to give yourself a choice, you can choose to look differently at this fat, dead-eyed, over-made-up lady who just screamed at her kid in the checkout line. Maybe she's not usually like this. Maybe she's been up three straight nights holding the hand of a husband who is dying of bone cancer. Or maybe this very lady is the low-wage clerk at the motor vehicle department, who just yesterday helped your spouse resolve a horrific, infuriating, red-tape problem through some small act of bureaucratic kindness. Of course, none of this is likely, but it's also not impossible. It just depends what you want to consider. If you're automatically sure that you know what reality is, and you are operating on your default setting, then you, like me, probably won't consider possibilities that aren't annoying and miserable. But if you really learn how to pay attention, then you will know there are other options. It will actually be within your power to experience a crowded, hot, slow, consumer-hell type situation as not only meaningful, but sacred, on fire with the same force that made the stars: love, fellowship, the mystical oneness of all things deep down.

Not that that mystical stuff is necessarily true. The only thing that's capital-T True is that you get to decide how you're gonna try to see it.

This, I submit, is the freedom of a real education, of learning how to be well-adjusted. You get to consciously decide what has meaning and what doesn't. You get to decide what to worship.
Because here's something else that's weird but true: in the day-to-day trenches of adult life, there is actually no such thing as atheism. There is no such thing as not worshipping. Everybody worships.

The only choice we get is what to worship. And the compelling reason for maybe choosing some sort of god or spiritual-type thing to worship--be it JC or Allah, be it YHWH or the Wiccan Mother Goddess, or the Four Noble Truths, or some inviolable set of ethical principles--is that pretty much anything else you worship will eat you alive. If you worship money and things, if they are where you tap real meaning in life, then you will never have enough, never feel you have enough. It's the truth. Worship your body and beauty and sexual allure and you will always feel ugly. And when time and age start showing, you will die a million deaths before they finally grieve you. On one level, we all know this stuff already. It's been codified as myths, proverbs, clichés, epigrams, parables; the skeleton of every great story. The whole trick is keeping the truth up front in daily consciousness.

Worship power, you will end up feeling weak and afraid, and you will need ever more power over others to numb you to your own fear. Worship your intellect, being seen as smart, you will end up feeling stupid, a fraud, always on the verge of being found out. But the insidious thing about these forms of worship is not that they're evil or sinful, it's that they're unconscious. They are default settings.

They're the kind of worship you just gradually slip into, day after day, getting more and more selective about what you see and how you measure value without ever being fully aware that that's what you're doing.

And the so-called real world will not discourage you from operating on your default settings, because the so-called real world of men and money and power hums merrily along in a pool of fear and anger and frustration and craving and worship of self. Our own present culture has harnessed these forces in ways that have yielded extraordinary wealth and comfort and personal freedom. The freedom all to be lords of our tiny skull-sized kingdoms, alone at the centre of all creation. This kind of freedom has much to recommend it. But of course there are all different kinds of freedom, and the kind that is most precious you will not hear much talk about much in the great outside world of wanting and achieving.... The really important kind of freedom involves attention and awareness and discipline, and being able truly to care about other people and to sacrifice for them over and over in myriad petty, unsexy ways every day.

That is real freedom. That is being educated, and understanding how to think. The alternative is unconsciousness, the default setting, the rat race, the constant gnawing sense of having had, and lost, some infinite thing.

I know that this stuff probably doesn't sound fun and breezy or grandly inspirational the way a commencement speech is supposed to sound. What it is, as far as I can see, is the capital-T Truth, with a whole lot of rhetorical niceties stripped away. You are, of course, free to think of it whatever you wish. But please don't just dismiss it as just some finger-wagging Dr Laura sermon. None of this stuff is really about morality or religion or dogma or big fancy questions of life after death.
The capital-T Truth is about life BEFORE death.

It is about the real value of a real education, which has almost nothing to do with knowledge, and everything to do with simple awareness; awareness of what is so real and essential, so hidden in plain sight all around us, all the time, that we have to keep reminding ourselves over and over:

"This is water."

"This is water."

It is unimaginably hard to do this, to stay conscious and alive in the adult world day in and day out. Which means yet another grand cliché turns out to be true: your education really IS the job of a lifetime. And it commences: now.

I wish you way more than luck.