Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Roxy Music: "Both Ends Burning"

Εκπληκτικό, επικό, και συγκινητικό αμείωτα και απαράλλαχτα με τότε που, μαθητής ακόμα, το είχα πρωτακούσει.
Χε, που να φανταζόμουν πως θα σκόνταφτα ξανά πάνω του μια ζωή μετά, διαλέγοντας τραγούδια για το iPhone...
Τελευταίο τραγούδι στην πρώτη πλευρά του "Viva!" των Roxy Music στην έκδοση του δίσκου βινυλίου  (1975 -κατά τη γνώμη μου το καλύτερο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ που έγινε ποτέ). Mια αυτάρεσκη όσο και καθηλωτική επίδειξη του μέγιστου βαθμού συνθετικής δημιουργικότητας και ερμηνευτικής έξαψης που μπόρεσε ποτέ να κατακτήσει το art-rock.
Μάρτυς μου η άγρια χαρά του κοινού στο φινάλε.


Οι στίχοι είναι του Bryan Ferry:

Please don't ever let me down
'Cause you know I'm not so sure
Do I have the speed to carry on
Burn you out of my mind, I know
You're a flame that never fades
Jungle red´s a deadly shade
Both ends burning, will the fires keep
Somewhere deep in my soul tonight
Both ends burning
Burning
Burn
Now my course is plain as day
Running bold across to play
Both ends burning with a strange desire
That feeds the fire in my soul tonight
I will dance the night away
Living only for today
Both ends burning while you're counting sheep
Hell-- who can sleep in this heat this night?
Tell me will I ever learn?
It's too late, the rush is on
Both ends burning and I can't control
The fires raging in my soul tonight
Oh will it never end?
Put your foot around the bend
Drive me crazy to an early grave
Tell me what is there to save tonight
Both ends burning
Burning
Burn
Keep on burning till the end, until the end
Keep on burning till the end, the very end

Short short story #001

Άκουσε τον Διονυσίου κι αμέσως σηκώθηκε προς την πίστα· εκείνος, που δε χόρευε ποτέ. "Το χρωστάω σε πεθαμένο" είπε μόνο, κι άπλωσε τα χέρια.


Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

The World Ends - Afro Rock & Psychedelia in 1970s Nigeria (SoundWay )


Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, η νεολαία της Νιγηρίας ήρθε με καθυστέρηση σε επαφή με τα νέα μουσικά ήθη που αναστάτωσαν τη Δύση στα τέλη των 1960s. Αποτέλεσμα ήταν η άνθηση μιας τοπικής σκηνής που άντλησε έμπνευση από την ψυχεδέλεια, το hard rock και τους ρυθμούς του funk για τη δημιουργία μουσικής που ενσωμάτωνε στους δυτικούς τρόπους τους παραδοσιακούς αφρικανικούς ρυθμούς.
Η συλλογή αυτή συγκεντρώνει σε δυο CD 33 σχετικές ηχογραφήσεις, που συχνά εντυπωσιάζουν με το πάθος και την ιδιαιτερότητά τους.

Οι Funkees σε μια afrofunk διασκευή του "Break Through" των Atomic Rooster:


Dr. John: Locked Down (Nonesuch)


Από πού να αρχίσει κανείς;

Ας δοκιμάσουμε από το σόλο του οργάνου Farfisa στο “Revolution”: ένα βραχνό ψυχεδελικό κελάηδισμα προσταγμένο από τα ταραγμένα ακροδάχτυλα του Dr. John: μικρό σε διάρκεια, επιβλητικό σε αποτέλεσμα, τοποθετείται στο κέντρο καλλιτεχνικού βάρους όχι μόνο του συγκεκριμένου τραγουδιού αλλά και του νέου του άλμπουμ στο σύνολό του. Η αμέσως προηγούμενη φορά που έπαιξε το συγκεκριμένο πληκτροφόρο ο δημιουργός και ερμηνευτής από τη Νέα Ορλεάνη ήταν το 1969, κι όμως, είναι σα να μην πέρασε μια μέρα, με αποτέλεσμα αντάξιο των καλύτερων στιγμών του σπουδαίου χθες.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το “Locked Down” αποτελεί για τον συνθέτη, στιχουργό και πιανίστα Malcolm John Michael Creaux Rebennack (όπως είναι το πλήρες του όνομα) μια επιστροφή στις ρίζες, και να ξεμπερδεύει.

Στην πραγματικότητα όμως εκείνο που κάνει αυτή τη νέα δισκογραφική του κυκλοφορία να ξεχωρίζει, δεν είναι τόσο η αναβίωση του ιδιαίτερου καλλιτεχνικού προφίλ, το οποίο για πρώτη φορά εισηγήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όσο η προσαρμογή του στο σήμερα, η επιτυχής διεκδίκηση μιας σύγχρονης, δραστικής και ουσιώδους, μουσικής φυσιογνωμίας που να εμπνέεται μεν από το χθες, και να το τιμά, παράλληλα όμως να αρθρώνει λόγο για το σήμερα και όραμα για το αύριο.


Ο Dr. John γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη στις 21 Νοεμβρίου του 1941. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης δισκοπωλείου. Γρήγορα αφομοίωσε σε βάθος τα μουσικά στιλ της γενέτειράς του, ενσωματώνοντας ιδιοφυώς σε αυτά πλήθος από rhythm & blues λικνίσματα, rock ‘n’ roll διαχύσεις, blues ‘n’ boogie στροβιλισμούς, funk επιρροές και Dixieland jazz ξεσπάσματα, που, σε συνδυασμό με την ψύχωσή του με το βουντού, του εξασφάλισαν το ξεχωριστό καλλιτεχνικό του στίγμα.

Υπήρξε ο πρώτος λευκός μουσικός που έγινε αποδεκτός από τη μαύρη μουσική σκηνή της Νέας Ορλεάνης. Οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να μετακινηθεί στη Δυτική ακτή το 1963. Κατά την παραμονή του στο Λος Άντζελες συνεργάστηκε με τη Cher και τον Phil Spector, ενώ παράλληλα δημιούργησε τη δισκογραφική Pulsar (θυγατρική της Mercury), στην οποία κυκλοφόρησε δουλειές των King Floyd και Alvin Robinson.

Επιστρέφοντας στη Νέα Ορλεάνη οργάνωσε μαζί με τους Jessie Hill και Ronnie Barron μουσικά σχήματα που αποτέλεσαν μέρος της δραστήριας “underground” σκηνής της Ορλεάνης. Ήταν η φάση της καριέρας του κατά την οποία υιοθέτησε την περσόνα “Dr. John”. Το άλμπουμ “Gris Gris” (1968), σε παραγωγή του Harrold Battiste, εδραίωσε τον ήχο του: ένα μείγμα από αυθεντικά creole και R&B κομμάτια μέσα στα όποια περιλαμβανόταν και το κλασικό και πολυδιασκευασμένο έκτοτε “Walk On Gilded Splinters”. Τα ακόλουθα τρία άλμπουμ (“Babylon” του 1969, “Remedies” του 1970 και “The Sun, Moon And Herbs” του 1971) κινήθηκαν σε παρόμοιο στιλ, ενώ τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Dr. John λόγω χρήσης ουσιών μεγάλωναν. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Μαϊάμι όπου ηχογράφησε το “Gumbo” (1972), ένα φόρο τιμής στους Professor Longhair και Huey “Piano” Smith.

Στο τελευταίο άλμπουμ των The Band “The Last Waltz” συμμετείχε ως καλεσμένος μουσικός, ενώ κυκλοφόρησε δύο ακόμη άλμπουμ για τη δισκογραφική Horizon. Το “Dr. John Plays Mac Rebennack” (1981) πρόβαλε με ιδιαίτερο τρόπο το ιδιόμορφο στιλ του και τις ιδιαίτερες ικανότητές του στο πιάνο.

Ο Dr. John δοκίμασε τις δυνάμεις του σε ακόμη ευρύτερο ρεπερτόριο, με διασκευές σε τραγούδια των Johnny Mercer (“Come Rain Or Come Shine”) και Pomus/Shuman (“The Average Guy”). Το 1990 κέρδισε το βραβείο Grammy με την κυκλοφορία του άλμπουμ “In Sentimental Mood”, μιας συλλογής με pop στάνταρτ. Με τα “Television” (1994) και “Afterglow” (1995) εξερεύνησε το funk ενώ το “Trippin' Live” (Eagle, 1997) ήταν το πρώτο επίσημο λάιβ άλμπουμ του.

Με το “Anutha Zone” (1998), πρώτο του άλμπουμ στην ετικέτα Parlophone, o Dr. John επέλεξε να επιστρέψει στις funk ρίζες και στο ψυχεδελικό creole στιλ τού “Gris Gris”. Ο ήχος χαρακτηριζόταν από σκοτεινές εντάσεις αλλά και από φανταχτερές διαφορές δυναμικού -χωρίς κάπου να γίνεται ρετρό- που συχνά παρέπεμπαν στην blues σκηνή της Νέας Υόρκης. Η αναβίωση της περσόνας του “Night Tripper” υποστηρίχτηκε από συνεργάτες/θαυμαστές του, όπως ο Paul Weller και μέλη συνόλων της νέας γενιάς όπως οι Spiritualized, Supergrass, Primal Scream, Ocean Colour Scene και Portishead. Ακολούθησαν τα “Duke Elegant” (Blue Note, 2000 - αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Duke Ellington), “Creole Moon” (Blue Note, 2001) και “All by Hisself: Live at the Lonestar” (η πρώτη από πολλές κυκλοφορίες αρχειακού λάιβ υλικού που προγραμματίστηκαν να κυκλοφορήσουν στην προσωπική ετικέτα που ίδρυσε ο Rebennack, με όνομα Skinji Brim).

Με το πρόσφατο “Locked Down” ο Dr. John επιστρέφει για δεύτερη φορά (μετά το “Anutha Zone”) στα λημέρια του “Gris Gris” και του creole χαρακτήρα “Night Tripper”. Η ηχογράφηση έγινε στο Νάσβιλ. Ουσιαστικός είναι ο ρόλος που έπαιξε στη διαμόρφωση και στην επιτυχία του τελικού αποτελέσματος ο παραγωγός του άλμπουμ. Πρόκειται για τον Dan Auerbach τραγουδιστή και κιθαρίστα των σύγχρονων αναβιωτών των blues, Black Keys. Ήταν τέλη του 2010 όταν ο ηλικίας 33 ετών Auerbach επισκέφθηκε τον Rebennack στο σπίτι του στη Νέα Ορλεάνη και του πρότεινε να συνεργαστούν για «τον καλύτερο δίσκο που είχε κάνει εδώ και πολύ καιρό».

Η ιστορία του ιδιοφυούς παραγωγού που κατευθύνει εμπνευσμένα τη δημιουργικότητα του καλλιτέχνη, σε βαθμό που να οδηγεί, κάποτε, σε μια πραγματική αναγέννησή του, είναι στην pop και rock μουσική παλιά όσο η συνεργασία των Beatles με τον George Martin (δεν έγινε τυχαία γνωστός ως «ο πέμπτος Beatle»...). Χαρακτηριστική είναι επίσης η περίπτωση του παραγωγού Rick Rubin, ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρείας American Recordings, o οποίος σύστησε τον θρύλο της country Johnny Cash σε μια νέα γενιά ακροατών, στο πλαίσιο της ιδιαίτερα παραγωγικής συνεργασίας τους, που κράτησε από το 1993 ως το θάνατό του Cash, το 2003.

Αξιοποιώντας ένα άριστο συνοδευτικό σύνολο από νεαρούς μουσικούς –μεταξύ των οποίων ο ντράμερ Max Weissenfeldt (μέλος, παλιότερα, των Heliocentrics), ο μπασίστας Nick Movshon και ο ενορχηστρωτής πνευστών Leon Michels (ιδρυτής της δισκογραφικής Truth & Soul)­–, η επιμελής παραγωγή του Auerbach, μέσα από κοφτούς ρυθμούς και αιχμηρές κιθάρες, ντύνει τη μυστηριώδη πνευματικότητα της μουσικής του Dr. John με σύγχρονο ένδυμα, όχι αποκλειστικά δυτικότροπο (το βαρύτονο σαξόφωνο, για παράδειγμα, του “Revolution” χαράζει μια μελωδική γραμμή που βγάζει κατευθείαν στην ethio-jazz του Mulatu Astatke, ενώ η «κρουστή» κιθαριστική ερμηνεία του “Ice Age” παραπέμπει στα αφρικανικά «blues της ερήμου»). Ή, πιο λιτά και περιεκτικά, όπως διαβάζω στο σάιτ του BBC: «ο Auerbach έχει κάνει άριστη δουλειά για να τοποθετήσει στον 21ο αιώνα έναν καλλιτέχνη, ο οποίος ποτέ δεν θα βγει εκτός μόδας».