Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Dengue Fever: Cannibal Courtship (Fantasy)



Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας ο Καλιφορνέζος κιμπορντίστας Ethan Holtzman επισκέφθηκε την Καμπότζη. Τη γύρισε με ένα σακίδιο στην πλάτη, συλλέγοντας μουσικό υλικό της εποχής πριν από τη δικτατορία των ερυθρών Χμερ, όταν στην πρωτεύουσα Πνομ Πενχ και αλλού ανθούσε μια τοπική σκηνή ψυχεδελικής pop, έντονα επηρεασμένη από τα rock 'n' roll, garage και surf τραγούδια που μετέδιδαν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων.

Επιστρέφοντας στο Λος Άντζελες αποφάσισε μαζί με τον αδερφό του Zac Holtzman (κιθάρες, φωνητικά) και μια ομάδα φίλων μουσικών σε μπάσο, ντραμς, σαξόφωνα και κίμπορντς να φτιάξει ένα γκρουπ για να παίξει αντίστοιχη μουσική: άμεσα οικεία, νοσταλγική, αλλά και ταυτόχρονα απόλυτα νέα και φρέσκια, στυλάτη, διασκεδαστική, χιουμοριστική στο όριο του σουρεαλιστικού. Με τη συμμετοχή και της τραγουδίστριας Ch'hom Nimol, μιας Απωανατολίτισσας Fairuz που τη συνάντησαν στην κοινότητα Καμποτζιανών μεταναστών του Λονγκ Μπιτς, εγένοντο Dengue Fever.

Το νέο τους άλμπουμ "Cannibal Courtship", αν και υπολείπεται σε ερμηνευτικό παροξυσμό και υποβολή έντονων συναισθημάτων του εξαιρετικού "Venus On Earth" (Real World, 2008), αποτελεί μια νέα, σταθερά ενδιαφέρουσα και ευπρόσδεκτη όψη του υπερ-εθνικού pop ηχητικού καμβά επί του οποίου -με πινελιές folk rock, afrobeat, acid, country- απεικονίζονται τραγούδια γλυκόπικρα, που σερφάρουν πάνω σε αφρισμένα punk-rock κύματα, κολυμπάνε μέσα στο swing χάλκινων πνευστών, και φοράνε σκούρα γυαλιά για να προστατέψουν τα μάτια τους από τη λάμψη της έμπνευσης.


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Nick Lowe: The Old Magic (Yep Roc)


Δεν είναι ασυνήθιστο για τους ερμηνευτές του rock, σε μια ύστερη φάση της καριέρας τους, να επιχειρούν μια καλλιτεχνική αναγέννηση αναζητώντας ένα προφίλ πιο "σοβαρο" και "ώριμο". Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αποτελέσματα κυμαίνονται από συζητήσιμα (πχ η αναχώρηση του Αγγελάκα στο πεδίο της σύγχρονης έντεχνης μουσικής) ως άστοχα (ο Iggy Pop ως... Serge Gainsbourg στο άλμπουμ "Preliminaires" τού 2009).

Υπάρχουν βέβαια και θρίαμβοι· σπάνιοι, αλλά θρίαμβοι.
Η περίπτωση του Johnny Cash για παράδειγμα, και των ηχογραφήσεων στην American με παραγωγό τον Rick Rubin· καθώς επίσης η περίπτωση του Nick Lowe.

Με το "At My Age" του 2007 και με το νέο του άλμπουμ "The Old Magic" ο σπουδαίος Βρετανός τραγουδοποιός και ερμηνευτής του new wave των 1970s επανακάμπτει ως crooner τύπου –και, ας μου επιτραπεί, επιπέδου– Nat King Cole ή Jim Reeves με ρεπερτόριο που καλύπτει country μπαλάντες, soul, rhythm & blues, ρετρό lounge exotica, χαλαρού βηματισμού honky tonk, doo-wop.

Μεγάλο το ταλέντο του Lowe και, δυστυχώς, ελάχιστα εκτιμημένο από το πλατύ κοινό. 



Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Gianluigi Trovesi: Dedalo (Enja)


"Κέφι!" αναφωνεί ο Gianluigi Trovesi έχοντας ανά χείρας το σαξόφωνο και το κλαρινέτο, και η WDR Big Band μαζί με τον Markus Stockhausen (τρομπέτα, φλίγκελχορν), τον Tom Rainey (ντραμς) και τον Fulvio Maras (κρουστά, εφέ) απογειώνεται για μια παραληρηματική πτήση στις σφαίρες του dixieland, του καμπαρέ, του vaudeville, των bel canto, της μπαρόκ φούγκας, της ιταλικής folk παράδοσης, του αφροαμερικανικού αυτοσχεδιασμού, του ευρωπαϊκού ελιτισμού.

Στο "Dedalo" ο Trovesi, που γεννήθηκε το 1944 στο Nembro της βόρειας Ιταλίας και θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ιταλικής jazz των ημερών μας, επιχειρεί για πρώτη φορά στην πολυκύμαντη καριέρα του την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση ορισμένων από τις καλύτερες συνθέσεις του για ερμηνεία από ορχήστρα με την "κλασική" σύνθεση μιας big band.

Το αποτέλεσμα είναι ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος και ταυτόχρονα ένα συνώνυμο της διασκέδασης.


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Fucked Up: David Comes To Life (Matador)




Εξαμελές σύνολο από το Τορόντο, στο τρίτο άλμπουμ του. Όποιο ηχητικό απόσπασμά του κι αν απομονώσεις, άμεσα θα αναγνωρίσεις την punk ταυτότητα: παθιασμένη, επιθετική φωνητική ερμηνεία από τον επιβλητικής σωματικής διάπλασης Damian Abraham (με δεύτερα φωνητικά από τις Jennifer Castle και Madeline Follin των Cults), εκρηκτικά πλαισιωμένη από έναν συμπαγή τοίχο-από-ηλεκτρικό-ήχο σε τραγούδια που εκβιάζουν την προσοχή και κόβουν την ανάσα όσο οι καλύτερες στιγμές των Husker Du, του Henry Rollins και των Bad Religion.

Τα ακόμα καλύτερα –και τα πραγματικά αναπάντεχα– έρχονται όταν εξετάσεις το άλμπουμ ως ολότητα: μια «όπερα» με διάρκεια που πλησιάζει τα 80 λεπτά και την οποία απαρτίζουν 18 τραγούδια οργανωμένα σε τέσσερις ενότητες.

Πιάνο, ακουστική κιθάρα, μελωδίες με art-rock προφίλ κάνουν πιο ανάλαφρο το σαρωτικό hardcore καλπασμό από τις τρεις ηλεκτρικές κιθάρες σε ένα θρίαμβο της μετά-το-μοντέρνο εποχής όπου στυλ αντίθετα όσο το punk και η progressive εκδοχή τού rock ενώνονται αποδίδοντας κάτι νέο, λειτουργικό, και αισθητικά ελκυστικό.

Καθόλου παράξενο που οι επίσης Καναδοί πατριάρχες του post-rock, Arcade Fire, έχουν στο παρελθόν καλέσει τους Fucked Up να τους συνοδεύσουν σε περιοδείες τους. Παρεμπιπτόντως τα λάιβ των Fucked Up φημολογούνται ως χαοτικά (σε ένα σόου του 2008 έπαιζαν επί δώδεκα ώρες) οπότε αν στο πλαίσιο κάποιας ευρωπαϊκής περιοδείας τύχει και περάσουν κι από εδώ… σπεύσατε.