Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Bjork: Biophilia (One Little Indian)


Η Ισλανδή που έγινε διάσημη για τους φωνητικούς της ακροβατισμούς και τη φουτουριστική χορευτική της pop επιστρέφει στη δισκογραφική επικαιρότητα με το όγδοο προσωπικό της άλμπουμ.
Ήδη από το “Homogenic” (1997) η Bjork ξεκίνησε ένα περιπετειώδες ταξίδι μουσικού πειραματισμού, πραγματοποιώντας ηχογραφήσεις με αισθητική όλο και περισσότερο ιδιότυπη και εκλεκτική, με καλλιτεχνική κορύφωση το “Medulla” (2004).

Αντίθετα με τις προσδοκίες που συνόδευσαν την επί τριετία προετοιμασία του, στο “Biophilia” το παιχνίδι με τις δραματικές αισθήσεις, με τις εύθραυστες εντάσεις, και με τις νόρμες μιας πολυεπίπεδης ηχητικής αρχιτεκτονικής –παθιασμένης, θα έλεγε κανείς, με την εξερεύνηση κάθε δυνατότητας και πιθανότητας παραγωγής ηχητικού αποτελέσματος– τραβάει πολύ μακριά, σε βάρος της μουσικής απόλαυσης.

Η εκζήτηση αγγίζει ή και ξεπερνά την υπερβολή σε κάθε διάσταση: το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ ηχογραφήθηκε όχι στο στούντιο αλλά σε iPad, το προωθητικό πλάνο του μάρκετινγκ συμπεριέλαβε ειδικά σχεδιασμένες εφαρμογές λογισμικού, ιντερνετικούς τόπους, διαδραστικά παιχνίδια, ως και εκπαιδευτικά εργαστήρια, το δε άλμπουμ κυκλοφόρησε στα δισκοπωλεία σε πέντε διαφορετικές εκδόσεις, κάποιες από τις οποίες περικλείονται σε λουστραρισμένες και ντυμένες με μετάξι ξύλινες θήκες.


Πολλά από τα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν επί τούτου.
Ως και στον θεματικό προσανατολισμό μοιάζει χαμένη κάθε έννοια μέτρου, καθώς δομές και κύκλοι της φύσης –από τα κύτταρα ως τις τεκτονικές πλάκες και τους γαλαξίες– επιστρατεύονται για μεταφορικούς συλλογισμούς πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις.

Λέτε αυτή να είναι η κατεύθυνση της μουσικής του 21ο αιώνα;

Αν έτσι είναι ευτυχώς που έχω συγκεντρώσει εκτενή συλλογή δισκογραφίας των 60s και σε φυσική και σε ψηφιακή μορφή!

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Tom Waits: Bad As Me (Anti)


Η λοκομοτίβα του  “Chicago”, του εναρκτήριου τραγουδιού του “Bad As Me”, ξεφυσάει πεισματάρικα και βρυχάται βροντερά καθώς σέρνει πίσω της με αποφασιστικότητα και αφοσίωση το χθες, το σήμερα και το αύριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Tom Waits.
Αυτό κι αν είναι μυστήριο τρένο! 

Σε τούτο το 17ο στούντιο άλμπουμ της καριέρας του, και πρώτη συλλογή με νέα του τραγούδια από το 2004 και το “Real Gone”, ο ηλικίας 61 ετών Αμερικανός δημιουργός και ερμηνευτής εμπνέεται από την ιστορία των blues, και ειδικότερα από τη «μετανάστευσή» τους από το δέλτα του Μισισιπί στο Σικάγο, κατά τα 1930s, για να οργανώσει μια θεματική συλλογή τραγουδιών γύρω από τον κεντρικό άξονα της αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής· χρήμα, δουλειές, αφεντικά, έρωτας, απελπισία, πόλεμος, αποτελούν επιμέρους συνιστώσες των ιστοριών που αφηγούνται τα σφιχτά δομημένα και με ακρίβεια εστιασμένα τραγούδια.

Στο ηχητικό μέρος αξιοποιούνται R&B πνευστά (όπως τρομπόνι και μπάσο κλαρινέτο), φυσαρμόνικα, μπάντζο, ακορντεόν, ηχογραφημένα αυτόματα όπλα και άλογα, και βέβαια ηλεκτρικές κιθάρες, τρεις, που γεννάνε blues θαύματα στα χέρια των Keith Richards, Marc Ribot και David Hidalgo: Ο Richards συμμετέχει σε τέσσερα τραγούδια εντυπωσιάζοντας τόσο με το ερμηνευτικό του «δόσιμο» όσο και με την ανυποχώρητη εμμονή του για τον Chuck Berry· τα ριφ του Ribot είναι υπεύθυνα για τις κουβανέζικης φινέτσας πτυχές τού ήχου του Waits εδώ και τρεις δεκαετίες· ο Hidalgo (των Los Lobos) συνεισφέρει μια δική του «ανάγνωση» στο παλίμψηστο της αμερικανικής παράδοσης.
Τα φλερτ με τα μουσικά στυλ είναι συνεχή και τολμηρά: tex-mex και rockabilly (“Get Lost”), waltz (“Pay Me”), rhythm & blues (“Satisfied”), παραμορφωμένο swing (“Hell  Broke Luce”), προσέρχονται και παλεύουν -άλλοτε ως σύμμαχοι κι άλλοτε ως ανταγωνιστές- στο πεδίο διαρκούς μάχης που αποτελεί η εν εξελίξει μουσική δράση.

Και βέβαια υπάρχει η Φωνή: σε ακαταμάχητες μεθυσμένες εξομολογήσεις της μπάρας (“Kiss Me”), soul φαλτσέτο, γρυλίσματα, ουρλιαχτά, κραυγές· είτε επιδίδεται σε αριστοκρατικό crooning αλά Elvis Presley (“Last Leaf”) είτε ακούγεται σαν χαρτοσακούλα βίαια τσαλακωμένη από την εμπειρία, είναι αδύνατο να της αντισταθείς.

Αντί επιλόγου παραθέτω απόσπασμα από το κείμενο που υπογράφει η Kitty Empire στον Observer:
To “Bad As Me” είναι, κυρίως, ένα άλμπουμ γεμάτο από πάθος, θυμό και λύπη -συστατικά που κάνουν τον Waits ομόλογο με τον μαχητικό Bruce Springsteen και τον χειρουργό των συναισθημάτων Leonard Cohen, όπως επίσης με τον παλιό-καλό Nick Cave και τους επαγγελματίες μπεκρήδες, τους Pogues.
Τι άλλο πρέπει να γράψω για να πάτε τώρα αμέσως να το πάρετε;

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Γιατί μας αρέσει η μουσική


Η έλξη που ασκεί πάνω μας η μουσική είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Μόλις πρόσφατα όμως άρχισαν να γίνονται κατανοητοί οι βιολογικοί μηχανισμοί με τους οποίους γίνεται αυτό κατορθωτό.


Το 2007 νευροβιολόγοι της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου του Στάνφορντ πραγματοποίησαν μια μελέτη που απέδειξε πως η μουσική ακρόαση ενεργοποιεί περιοχές του εγκεφάλου σχετιζόμενες με την εστίαση της προσοχής, τη δημιουργία προβλέψεων και την τακτοποίηση των παραστάσεων στη μνήμη. Στα ευρήματα περιλαμβανόταν επίσης η διαπίστωση πως η μουσική βοηθά τον εγκέφαλο να οργανώσει τις προσλαμβανόμενες πληροφορίες.

Εμβαθύνοντας περαιτέρω στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο μια ομάδα Φιλανδών επανήλθε το 2011 δημοσιεύοντας στο επιστημονικό περιοδικό “NeuroImage” μια μελέτη σύμφωνα με την οποία κατά την ακρόαση μουσικής που ο ακροατής θεωρεί «ευχάριστη» ο εγκέφαλος εκκρίνει τον νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη και στέλνει μηνύματα ευχαρίστησης στο υπόλοιπο σώμα.


Η ντοπαμίνη είναι μια χημική ουσία που εμπλέκεται τόσο στην παρακίνηση όσο και στον εθισμό, πράγμα που σημαίνει πως ο άνθρωπος βρίσκει ελκυστική τη μουσική για τον ίδιο λόγο –και μέσα από τον ίδιο βιοχημικό μηχανισμό- που βρίσκει ελκυστικό το σεξ, τα τυχερά παιχνίδια, το γευστικό φαγητό, τις ουσίες. Παραμένει ωστόσο εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να «ανταμείβει» τον υπόλοιπο οργανισμό με αισθήματα απόλαυσης όχι μόνο για εμπειρίες υλικές (φαγητό, σεξ) αλλά και εντελώς αφαιρετικές, πολυσύνθετες και άυλες, όπως είναι η μουσική.


Από τα ανωτέρω, μάλιστα, προκύπτει πως το αισθητικό ερέθισμα της μουσικής μπορεί να έχει πάνω στον ακροατή μια ήπια εθιστική δράση (αν κι αυτό είναι κάτι που ήδη το ξέραμε εμπειρικά).

Πέρα από την αποτύπωση της στενής συσχέτισης μεταξύ έκκρισης ντοπαμίνης και μουσικής απόλαυσης, διαπιστώνεται πως ακόμα και η προσμονή της ακρόασης ενός αγαπημένου κομματιού (χωρίς να έχει σημασία το είδος –μουσική κλασική, ποπ κ.λπ), αρκεί για να ενεργοποιήσει τον εγκεφαλικό μηχανισμό παραγωγής ντοπαμίνης και να αποδώσει το συνακόλουθο αίσθημα ευεξίας (κι ας θυμηθούμε εδώ, από τις εμπειρίες τις προσωπικές μας, την ένταση των αντίστοιχων συναισθημάτων στις περιπτώσεις εκείνες που προσεγγίζαμε με φτερά στα πόδια ένα συναυλιακό χώρο για την εμφάνιση κάποιου πολύ αγαπημένου μας καλλιτέχνη).


Τα ευρήματα αυτά προσφέρουν μια βιολογική εξήγηση στο γιατί η μουσική παίζει τόσο σημαίνοντα ρόλο σε όλα τα έντονης συναισθηματικής φόρτισης γεγονότα των κοινωνικών ομαδοποιήσεων σε όλες τις πολιτιστικές παραδόσεις, με αδιάρρηκτη συνέχεια το ξεκίνημα της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι και σήμερα.

Με λεπτομέρειες αναδείχθηκε και ο τρόπος με τον οποίο η μουσική επηρεάζει όλο το νευρικό μας σύστημα· συγκεκριμένα οι επιστήμονες κατέγραψαν την απόκριση του εγκεφάλου κατά την ακρόαση ενός κομματιού σύγχρονου αργεντίνικου τάνγκο, με τεχνολογία μαγνητικής απεικόνισης που ονομάζεται «λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού» (fMRI). Ακολούθως, με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και ειδικά σχεδιασμένους αλγόριθμους επεξεργασίας, έγινε ανάλυση του μουσικού περιεχομένου του συγκεκριμένου κομματιού και αποτυπώθηκε ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται το ρυθμικό, τονικό και ηχοχρωματικό περιεχόμενο της μουσικής με την εξέλιξη της σύνθεσης.

Συγκρίνοντας τις μεταβολές στο μουσικό περιεχόμενο με τις συνακόλουθες μεταβολές της αιμοδυναμικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο των ακροατών οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα νευρικά κυκλώματα που ενεργοποιούνται κατά την ακρόαση της μουσικής δεν περιορίζονται στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ακοή αλλά επεκτείνονται σε ένα μεγάλης κλίμακας νευρικό δίκτυο.
Για παράδειγμα ανακάλυψαν ότι κατά την επεξεργασία του ρυθμού ενεργοποιούνται περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την κίνηση, επαληθεύοντας την υπόθεση πως μουσική και κίνηση είναι στενά συνδεδεμένες.

Μεταιχμιακές περιοχές του εγκεφάλου, που είναι γνωστό ότι σχετίζονται με τα συναισθήματα, διαπιστώθηκε πως συμμετέχουν στην επεξεργασία της τονικότητας και επίσης του ρυθμού, η δε επεξεργασία των ηχοχρωμάτων συσχετίστηκε με ενεργοποίηση του λεγόμενου «δικτύου αυτόματης λειτουργίας» (default mode network) το οποίο σχετίζεται με την ονειροπόληση και τη δημιουργικότητα.


Αναγνώσματα που προτείνονται για περαιτέρω τριβή με το θέμα είναι το βιβλίο “This Is Your Brain On Music” (Plume/Penguin, 2007) του νευροβιολόγου Daniel J. Levitin, που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος ερμηνεύει και επεξεργάζεται τα μουσικά χαρακτηριστικά, καθώς επίσης η έκδοση «Μουσικές Βιταμίνες» (Fagotto, 2004) του μουσικού και ερευνητή Ηλία Σακαλάκ, με στοιχεία μουσικής ιατρικής και μουσικής ψυχολογίας περί της μουσικής ακρόασης και των επιδράσεών της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η δημοσίευση του Jack H. David Jr. “The Two Sides of Music” που πραγματεύεται το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο εμπλέκονται στην επεξεργασία της μουσικής ακρόασης τα εγκεφαλικά ημισφαίρια και τις διαφορές αντίληψης μεταξύ ακροατών με και χωρίς μουσική παιδεία.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Rolling Stone - 10 Best Movies of 2011

Drive is bloody, polarizing, pure cinema; The Artist has unexpected soul; Hugo is a bedtime story for movie lovers; and more.
http://www.rollingstone.com/movies/lists/10-best-movies-of-2011-20111207

The Two Sides of Music


The Two Sides of Music
Jack H. David Jr.

The human brain is very complex in the way it perceives information that it receives through sensory input. The two cerebral hemispheres perform different functions; the left hemisphere processes information that requires analysis or some type of language to comprehend, and the right hemisphere deals with the symbolic, non-verbal and emotional portion of what we call reality. If we have to "think" about something, we are using our left hemisphere, but if we simply act by "instinct", we are using our right hemisphere. The human experience of emotion is also a function of the right hemisphere. 
http://jackhdavid.thehouseofdavid.com/papers/brain.html

DJ Shadow: The Less You Know, The Better (Verve)



Υπάρχει άραγε χώρος για μαγεία σε τούτη την τεχνοκρατούμενη νέα ηλεκτρονική εποχή; Ασφαλώς ναι. Γιατί, ως τι λιγότερο από μαγεία, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη ζεστασιά, τη συναισθηματική φόρτιση, την ανθρωπιά που καταφέρνουν να αναδείξουν μέσα από την –άλλως άκαμπτη– μετρονομία της χορευτικής πίστας δημιουργοί όπως ο DJ Shadow;

Ο Καλιφορνέζος Josh Davis, όπως είναι το πραγματικό όνομα του DJ Shadow, είναι ένας από τους ήρωες της νέας ηλεκτρονικής εποχής, μιας εποχής στην οποία τα τραγούδια δεν έχουν κουπλέ και ρεφρέν, τα κιθαριστικά σόλο έχουν δώσει τη θέση τους στα sample και ο κανόνας είναι να χλευάζεις τον κάθε κανόνα. Όλα εξακολουθούν, βεβαίως, να εκπορεύονται από την έμπνευση, μόνο που πλέον χρειάζεται να ξέρεις πώς θα διοχετεύσεις την Πρώτη αυτή Κυρία μέσα από τα καλώδια και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα των οργάνων και των εργαλείων της νέας τεχνολογίας: ο σπουδαίος καλλιτέχνης του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να είναι και ένας σπουδαίος μηχανικός ήχου.



Ακόμα όμως και οι ήρωες της ψηφιακής εποχής έχουν τα προβλήματά τους...

Το επιδραστικό και πολύκροτο ντεμπούτο του DJ Shadow (“Endtroducing…”, 1996) ήταν το αριστούργημά του, το πρώτο μουσικό άλμπουμ που πλάστηκε αποκλειστικά με χρήση «δάνειων ήχων» (samples).

Το δεύτερο (“The Private Press”, 2002), ήταν ένα πολύχρωμο χαλί με ύφανση από νήματα trip-hop, funk, break-beat, techno, ambient, jazz, disco, pop του ‘60, reggae αλλά και με μια μυριάδα ηχητικών αποσπασμάτων, θορύβων, μηχανικών βόμβων, ανθρώπινων φωνών και παρωχημένων οικιακών ηχογραφήσεων.

Στο τρίτο άλμπουμ τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Όχι, η έμπνευση δεν εγκατέλειψε τον εφευρετικό dj, απλώς, όπως συμβαίνει με κάθε δημιουργικό καλλιτέχνη, κάθε τόσο αυτός στρέφεται σε διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που αναμένουν οι ακροατές. Στο “The Outsider” (2006) παρατέθηκαν εξερευνητικές αποστολές στις γειτονιές του hip-hop, του hardcore rock, της εναλλακτικής χορευτικής σκηνής, της folk, φωνητικά και rap από επτά διαφορετικούς βοκαλίστες, καθώς και μυριάδες sample, σε ένα κολάζ που έμοιαζε να φιλοξενεί τουλάχιστον ένα δελεαστικό download για κάθε γούστο αλλά προξενούσε αμηχανία όταν προσπαθούσε κανείς να το προσεγγίσει και να το αφομοιώσει ως ενιαίο σύνολο.

Και φτάνουμε στο “The Less You Know, The Better” (Verve, 2011), μόλις τέταρτο στούντιο άλμπουμ της προσωπικής του δικογραφίας σε πάνω από 15 χρόνια καλλιτεχνικής δράσης. Σε αυτό ο 39άχρονος Καλιφορνέζος εγκαταλείπει τις rap δοκιμές τού “The Outsider” χάριν ενός μουσικού υβρίδιου πάντα περιπετειώδους που όμως, πλέον, χτίζεται με βασικά δομικά εργαλεία τα πικάπ και τα LP, και παραπέμπει χωρίς ενδοιασμούς στο ντεμπούτο του. Χεβιμεταλικά ριφ, υβρίδια του funk με το drum ‘n’ bass, κολάζ των break beat, glam rock, “old skool” hip-hop, dub αλλά και soul, και δοκιμές στη φόρμα της μπαλάντας εναλλάσσονται σε ένα διαρκές και επίμονο φλερτ με τα στυλ και τα ηχοχρώματα. Η λίστα των –λίγων και καλών– καλεσμένων περιλαμβάνει τα ονόματα των Posdnuos (των De La Soul), Afrikan Boy, Talib Kwel, του Βρετανού art pop τραγουδιστή Tom Vek, της βοκαλίστριας των Little Dragons, Yukimi Nagano.

Δεν έχουμε γνωρίσει πολλούς σαν τον DJ Shadow, ικανούς δηλαδή να γεφυρώσουν το rock ‘n’ roll χθες με το ψηφιακό αύριο: τον Aphex Twin, τους Coldcut, τον Tricky, τους Primal Scream, τον Moby, τον Fatboy Slim, τον Roni Size –μια χούφτα ανθρώπους στον πλανήτη. Οι φίλοι της ηλεκτρονικής μουσικής ξέρουν καλά τι ακριβώς να περιμένουν από τον DJ Shadow και τους ομότιμούς του. Εκείνο που πραγματικά φιλοδοξούν οι παραπάνω γραμμές είναι να πείσουν και τους ροκάδες να τεντώσουν τα αφτιά τους.


Listen to The Less You Know, The Better by DJ Shadow on Spotify

Best Music Of 2011

The Tallest Man On Earth: Sometimes The Blues is Just A Passing Bird (Dead Oceans)


Τη ζηλευτή τέχνη του τραγουδιστή/τραγουδοποιού (που δοξάστηκε από δημιουργούς όπως ο Bob Dylan) υπηρετεί με συνέπεια ο σουηδικής καταγωγής Αμερικανός Kristian Matsson.

Το EP με πέντε δικές του συνθέσεις, που εδώ παρουσιάζουμε, είναι η νεότερη προσθήκη σε μια δεκαετή μουσική διαδρομή με κυριότερους σταθμούς το ντεμπούτο άλμπουμ “Shallow Grave” (2008) το ακόλουθο LP “The Wild Hunt” (2010).

Με κύρια όπλα τις φωνητικές μελωδίες και τις στιχουργικές πλοκές περί μοναξιάς και προσδοκίας τα πέντε νέα τραγούδια του “Sometimes The Blues…” αναδεικνύουν την ερμηνευτική εκφραστικότητα και τη στιχουργική ουσία σε πρωταρχικά αιτήματα της τραγουδοποιίας του Matsson.


Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Steve Reich / Kronos Quartet: WTC 9/11 (Nonesuch)


Κεντρικό ρόλο στο νέο άλμπουμ του νεοϋορκέζου Steve Reich, ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες σύγχρονης μουσικής και ιδρυτικού στελέχους της σχολής του μινιμαλισμού, παίζει η τριμερής σύνθεση “WTC 9/11” για τρία κουαρτέτα εγχόρδων και προηχογραφημένες φωνές, που είναι αφιερωμένη στις τρομοκρατικές επιθέσεις στους δίδυμους πύργους του Κέντρου Παγκοσμίου Εμπορίου. Η σύνθεση παραγγέλθηκε και ερμηνεύεται από το κουαρτέτο εγχόρδων Kronos, φημισμένο για τον τολμηρό τρόπο με τον οποίο παραβιάζει μουσικά σύνορα, ερμηνεύοντας μουσική δωματίου με το πνεύμα και την ενέργεια του rock.

Στο “WTC 9/11” ο Reich αντιπαραθέτει, κατά την πάγια τακτική του, στην έννοια και στην πρακτική της συνθετικής δομής εκείνη της μουσικής διαδικασίας, και ακολουθεί μια υβριδική προσέγγιση-κολάζ αντίστοιχη του “Different Trains” (1988 –ένα έργο-καλλιτεχνικός στοχασμός για το Ολοκαύτωμα): φωνητικά αποσπάσματα πυροσβεστών, ελεγκτών εναερίου κυκλοφορίας αλλά και πολιτών που βρέθηκαν κοντά στο χώρο της καταστροφής την ημέρα της τρομοκρατικής ενέργειας συνοδεύονται από τα έγχορδα του κουαρτέτου υπηρετώντας την κεντρική ιδέα του μινιμαλισμού: σύντομα και επαναληπτικά σε βαθμό ύπνωσης μουσικά μοτίβα με απλό αρμονικό ιδίωμα, μέγιστη οικονομία μέσων, αυστηρότητα. Το μουσικό υλικό δημιουργείται κατευθείαν από τα sample, χωρίς επεξεργασία τους, η δε άμεση σύνδεση φωνών-μουσικής αποδίδει δύναμη και έντονη υποβλητικότητα.
Η σύνθεση “WTC 9/11” ολοκληρώθηκε το 2010 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο αμερικανικό και ευρωπαϊκό κοινό στις φετινές εκδηλώσεις για τα 75 χρόνια του συνθέτη.

Η κυκλοφορία σε CD φιλοξενεί δυο ακόμα δημιουργίες του Reich, τις συνθέσεις “Mallet Quartet” (για δυο μαρίμπες και δυο βιμπράφωνα, με αναφορές στα αδιαπέραστα, αυστηρά ομοιόμορφα και μελωδικώς/ηχοχρωματικώς απογυμνωμένα ηχητικά τοπία της καλλιτεχνικής παραγωγής του Reich των 1970s, ερμηνευμένο από το σύνολο So Percussion) και “Dance Patterns” (για δυο πιάνα, δυο βιμπράφωνα και δυο ξυλόφωνα, σε καλλιτεχνικό έδαφος αντίστοιχο του “Music For 18 Musicians”, ερμηνευμένο από μέλη του συνόλου Steve Reich and Musicians).

Ας σημειωθεί τέλος πως η αρχική ιδέα για το εξώφυλλο του άλμπουμ αυτού (μια επεξεργασμένη φωτογραφία του αεροπλάνου που κατευθύνεται προς τον δεύτερο πύργο, η οποία δημοσιοποιήθηκε αρκετά νωρίτερα από το ίδιο το μουσικό έργο), αποσύρθηκε εν μέσω έντονων διαμαρτυριών για το γεγονός ότι μια εικονική φωτογραφία της καταστροφής επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για εμπορικούς σκοπούς.