Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Οδυσσέας Ελύτης: Η ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας (08.12.1979)



Η αναγγελία της απονομής του βραβείου στον Έλληνα ποιητή από την Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου "για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία" σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.
Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 8 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.
Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.
Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη", στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας (εκφωνήθηκε στα γαλλικά - μετάφραση στα ελληνικά Νεοκλή Κουτούζη). Είναι μια μοναδική περίπτωση κατά την οποία ένας σπουδαίος διανοητής, στο απόγειο της πορείας του, έχει 15 λεπτά χρονικό περιθώριο, και την παγκόσμια προσοχή, για να τα πει όλα.

Και τα λέει.

Κύριοι Ακαδημαϊκοί,
Κυρίες και Κύριοι,

Ας μού επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.

Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία. Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Οπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το «θείο». Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση, μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση.

Όχι ν' αρκεστεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι».
Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ισως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ισως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους.

Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός -η μόνη ίσως οδός- προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.

Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια.

Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο ν' αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση, που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών.

Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μες από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ' αυτή τη γη.

Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον Ιησού διακρίνουμε αυτό το «δέσιμο» που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο «πέραν» η δεύτερη πραγματικότητα η υπερτοποθετημένη επάνω σ' αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το κάλλος ταυτίσθηκε με το αγαθόν και το αγαθόν με τον Ηλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που -όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους- τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη θέση τους.

Κι αυτό, με τέτοιον τρόπο που τελικά το δημιουργημένο αποτέλεσμα να στηρίζεται και στις δύο πλευρές, θέλω να πω στο «εδώ» και στο «επέκεινα». Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μιαν «εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην»; Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία, που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή.
Πώς να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ' ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν' ανακράξει:
Wozu Dichter in durftiger Zeit!

Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πως αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα εάν μας γίνονται αντιληπτά είναι χάρη στον ήλιο. Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά «ύβρις». Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόν ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Μας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στην μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε, μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.

Τότε όμως η Ποίηση; Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.

Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να παινά το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων.
Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος.

Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.

Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον ένα τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε -προτού υπάρξει ο Mallarme στα ευρωπαϊκά γράμματα- να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος. Στον άλλο πόλο, τοποθετείται ο Κ. Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον T.S. Eliot έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στη διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.

Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Αγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο προς το έν ή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε ήταν να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του «Ευρωπαίου-Ελληνα». Δεν μιλώ για επιτυχίες μιλώ για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της λογοτεχνίας.

Πώς όμως ν' αναπτυχθούν οι κατευθύνσεις αυτές ελεύθερα όταν οι συνθήκες της ζωής είναι στις ημέρες μας εξοντωτικές για τον δημιουργό; Και πως να διαμορφωθεί η πνευματική κοινότητα όταν οι φραγμοί των γλωσσών ορθώνονται αξεπέραστοι; Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το 20 ή έστω το 30% που απομένει ύστερα από την μεταγλώτισση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και αποβλέπουμε στα θαύματα του λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δύο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι. Πάσχουμε από την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ' αυτή την έλλειψη -αν ανεβούμε την κλίμακα- σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.

Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Οταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.

Για τον ποιητή - μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές -η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια.

Ομως όταν μιλώ για αισθήσεις δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις «αναλογίες των αισθήσεων» στο πνεύμα. Ολες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Ολοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Ομηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Rimbaud την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ενα κορίτσι που κρατάει ένα κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιοί σ' έναν πίνακα του Matisse και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.

Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μία παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκώσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.

Μπορεί η ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ' τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει. Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' όλ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μας.

I have often tried to speak of solar metaphysics. I will not try today to analyse how art is implicated in such a conception. I will keep to one single and simple fact: the language of the Greeks, like a magic instrument, has - as a reality or a symbol - intimate relations with the Sun. And that Sun does not only inspire a certain attitude of life, and hence the primeval sense to the poem. It penetrates the composition, the structure, and - to use a current terminology - the nucleus from which is composed the cell we call the poem.

It would be a mistake to believe that it is a question of a return to the notion of pure form. The sense of form, as the West has bequeathed it to us, is a constant attainment, represented by three or four models. Three or four moulds, one could say, where it was suitable to pour the most anomalous material at any price. Today that is no longer conceivable. I was one of the first in Greece to break those ties.

What interested me, obscurely at the beginning, then more and more consciously, was the edification of that material according to an architectural model that varied each time. To understand this there is no need to refer to the wisdom of the Ancients who conceived the Parthenons. It is enough to evoke the humble builders of our houses and of our chapels in the Cyclades, finding on each occasion the best solution. Their solutions. Practical and beautiful at the same time, so that in seeing them Le Corbusier could only admire and bow.

Perhaps it is this instinct that woke in me when, for the first time, I had to face a great composition like "Axion Esti." I understood then that without giving the work the proportions and perspective of an edifice, it would never reach the solidity I wished.

I followed the example of Pindar or of the Byzantine Romanos Melodos who, in each of their odes or canticles, invented a new mode for each occasion. I saw that the determined repetition, at intervals, of certain elements of versification effectively gave to my work that multifaceted and symmetrical substance which was my plan.

But then is it not true that the poem, thus surrounded by elements that gravitate around it, is transformed into a little Sun? This perfect correspondence, which I thus find obtained with the intended contents, is, I believe, the poet's most lofty ideal.

To hold the Sun in one's hands without being burned, to transmit it like a torch to those following, is a painful act but, I believe, a blessed one. We have need of it. One day the dogmas that hold men in chains will be dissolved before a consciousness so inundated with light that it will be one with the Sun, and it will arrive on those ideal shores of human dignity and liberty.
World Scientific Publishing Co., Singapore, 1993




Στο δεύτερο μέρος αυτής της ανάρτησης προτείνουμε μια ποικιλοτρόπως ενδιαφέρουσα ανάλυση, στην οποία αποτυπώνεται η άποψη που διαμορφώνει για την ποίηση του Ελύτη ένας νέος άνθρωπος, φίλος της Ελλάδας, όμως αλλοδαπός. (Πηγή: http://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?f=76&t=11679).

Ο Ελύτης με τα μάτια μιας Λιθουανής φοιτήτριας
Oι τελειόφοιτες του τμήματος Λιθουανικής Φιλολογίας και Νέας Ελληνικής Γλώσσας είχαν ως εργασία την ανάλυση του “Προφητικόν” από τα “Πάθη” του “Άξιον Εστί”. 
Θα παρουσιάσουμε την ανάλυση της Giedre Gabriele Paliusyte, μιας από τις 17 πρώτες πτυχιούχες του τμήματος.
Δεδομένου πως πρόκεται για φοιτήτρια Λιθουανή και καθολική στο θρήσκευμα εντυπωσιάζει τόσο η άνεση στη χρήση της ελληνικής γλώσσας και στην αντίληψη των στοιχείων της ελληνικότητας όσο και η σπουδή που ασφαλώς απαιτήθηκε από μέρους της για την κατανοήση των συμβολισμών του ορθόδοξου λειτουργικού.


Οδυσσέας Ελύτης (2η Νοεμβρίου 1911 – 18 Μαρτίου 1996)
Άξιον Εστί (1959)
ΤΑ ΠΑΘΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ


Ο Οδυσσέας Ελύτης (ή Οδυσσέας Αλεπουδέλης) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1911, και είναι ένας από τους κορυφαίους και πιο πολυμεταφρασμένους ποιητές της Ελλάδας. Τα πρώτα του γραπτά δημοσιεύτηκαν όταν ήταν 13 χρονών. Όλοι τη ζωή του ασχολήθηκε με την ποίηση και τις μεταφράσεις. Το 1979 πήρε το Νόμπελ για τα έργα του.
To περισσότερο γνωστό του έργο – το «Άξιον Εστί», έχει μελοποιηθεί στο ορατόριο «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη. Κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, όταν το 1940 οι Ιταλοί έκαναν εισβολή στην Ελλάδα, ο ποιητής βρέθηκε στη ζώνη του πυρός. Τότε ήταν 19 χρονών είχε μια ειρηνική ζωή, δεν έχει ξανακούσει κανόνια και ήξερε τον πόλεμο μόνο θεωρητικά. Μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο Ελύτης παίρνει τη αφορμή από το πραγματικό γεγονός της ζωής του και με τον τρόπο μεταφορικό περιγράφει τις εμπειρίες του. Το ποίημα κυκλοφόρησε το 1959, του πήρε σχεδόν δέκα χρόνια για να το ολοκληρώσει. Το έργο είναι ένας πολύ καλά φτιαγμένος συνδυασμός ιστορίας και μύθου, γεμάτο από πολιτισμικά στοιχεία τα οποία προκύπτουν όχι μόνο από το περιεχόμενό του αλλά και από τους εκφραστικούς τρόπους και σχήματα της ελληνικής παράδοσης. Επίσης, όλη η δομή του έργου μας κάνει να σκεφτόμαστε την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη και τους σημαντικότερους συμβολισμούς της ορθόδοξης θρησκείας. Για τον Ελύτη το λειτουργικό ύφος και οι συμβολισμοί είναι ένας τρόπος να μεταδώσει τις αισθήσεις και τις εμπειρίες του. Επίσης, οι ιδέες που είναι σημαντικές ξαναλέγονται μερικές φορές με διαφορετικές μορφές κατά την διάρκεια του «Άξιον Εστί». Για μας θα είναι σημαντικό να θυμηθούμε την ιδέα ότι ο καθένας έχει τα δικά του όπλα «ο καθείς και τα όπλα του είπα». Από την απόφαση του ανθρώπου, ποια όπλα θα επιλέξει: αυτά που φέρνουν το φως ή αυτά που φέρνουν σκοτάδι, εξαρτάται και το μέλλον του.
Η ονομασία του έργου είναι ο πρώτος συμβολισμός που συναντάμε και οπωσδήποτε πρέπει να το αναλύσουμε. Με τον όρο «Άξιον Εστί» αναφερόμαστε στην εικόνα της Παναγίας, της «εφέστιας προστάτιδας», που βρίσκεται στον Άγιο Όρος. Το «Άξιον Εστί» χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος τιτλοφορείται όπως το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής «η Γένεση» (στην παλαιά διαθήκη, το βιβλίο περιέχει την αρχή του κόσμου, τις γενεαλογίες των πρώτων ανθρώπων και την αρχή του ισραηλιτικού λαού. Το δεύτερο μέρος του «Άξιον Εστί» λέγεται «Τα Πάθη». Έτσι, στην Καινή Διαθήκη ονομάζονται οι τελευταίες μέρες της ζωής του Χριστού, από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα μέχρι τη σταύρωση και την Ανάσταση. Και το τρίτο ,το «Δοξαστικόν» – είναι η ονομασία ενός θρησκευτικού ύμνου «δοξαστικόν Αναστάσεως» που δοξάζει τον Χριστό και την Ανάστασή του. Οι ονομασίες αυτόν των κομματιών στο «Άξιον Εστί» δεν είναι καθόλου τυχαίες και βοηθάει στον ποιητή να βάλει ένα θεμέλιο στον οποίο, σαν να είναι ένα σπίτι, χτίζει την δική του ιστορία.

«Τα Πάθη» χωρίζονται στους ψαλμούς και τις ωδές. Οι ψαλμοί στο θεματικό επίπεδο αφορούν όλους τους λαούς και οι ωδές μόνο την Ελλάδα. Επίσης, οι ωδές είναι γραμμένες με ομοιοκαταληξία και σημειώνονται με μικρά γράμματα της αλφαβήτου. Εκτός από τους ψαλμούς και τις ωδές «τα Πάθη» περιέχουν και έξι αναγνώσματα – πεζά κείμενα. Οι ψαλμοί και οι ωδές αντιπροσωπεύουν το ποιητικό στοιχείο και τα αναγνώσματα λειτουργούν σαν προφητείες και άλλοτε περιγραφές μιας πραγματικής πορείας. Με το «Προφητικόν», ένα από τα πεζά κείμενα, τελειώνει ο Ελύτης «τα Πάθη». Από την ονομασία καταλαβαίνουμε ότι θα διαβάσουμε μια προφητεία για κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Από πρώτη ματιά είναι μια εντελώς απαισιόδοξη προφητεία και μόνο στο τέλος εμφανίζεται λίγη αισιοδοξία.
Στην πρώτη πρόταση του Προφητικόν σε μας μιλάει ένας αλαφροίσκιωτος άνθρωπος που ξέρει και μπορεί να δει περισσότερα πράγματα και να βλέπει το μέλλον και τρόπους πως μπορούμε να το αλλάξουμε με τις συγκεκριμένες πράξεις μας. Ο χρόνος για τον Ελύτη σε όλο το έργο του είναι χωρίς όρια γι’ αυτό δεν ξέρουμε σε ποιο αιώνα πρόκειται να πραγματοποιηθεί η πρόβλεψη αυτή. Τις δύο λέξεις: την «Αμαρτία» και την «Αρετή» – ο ποιητής ξεχωρίζει από τις άλλες με τα κεφαλαία γράμματα γιατί θέλει να πει πιο έντονα, τι θεωρούσε την μεγαλύτερη αμαρτία στον κόσμο – τον κάθε πόλεμο. Όλοι οι πόλεμοι ευλογήθηκαν από την εκκλησία αφού όλοι οι ιερείς της κάθε χώρας έκαναν προσευχές για να νικήσει ο δικός τους στρατός. Αυτοί που πολεμούνται, βάζουν τον Θεό στην άκρη και τον θεωρούν ως ένα θεατή, γι΄ αυτό ο πόλεμους δεν είναι απλώς μια αμαρτία αλλά και προσβολή του Θεού.
Η δεύτερη πρόταση του κειμένου μιλάει για μια καταιγίδα του ανθρώπινου νου η οποία θα σαρώσει «τα λείψανα άστρων και γωνιές αραχνιασμένες». Από αυτή και την επόμενη πρόταση καταλαβαίνουμε ότι η αιτία του τέλους του κόσμου και του σύμπαντος μας όταν «των Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει», θα εξαρτηθεί από κάποιες συγκεκριμένες πράξεις του ανθρώπου που ήδη έχουν γίνει . Ακολουθεί μια εικόνα της ταραχής στον Άδη, η οποία μας δημιουργεί την αίσθηση του χάους. Η υποχώρηση του σανιδώματος του ηλίου μας οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση της απαισιοδοξίας. Ο ήλιος θα κρατήσει τις αχτίδες και εκεί, που θα σκοτεινιάσει πρώτα, θα είναι σημάδι ότι ήρθε ο «καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση».
Σε όλη την Βιβλικοπατερική παράδοση λέγεται ότι την μέρα που θα έρθει στον κόσμο το σκοτάδι θα είναι η μέρα της Δευτέρας Παρουσίας, πότε ο Χριστός πάλι θα έρθει στον κόσμο για να κρίνει τους ανθρώπους και θα παίρνουν μέρος όλα τα εσχατολογικά γεγονότα: οι πεθαμένοι θα ξαναζωντανέψουν, καλοί άνθρωποι θα πάνε στον παράδεισο και άλλοι στον κόλαση, – ο καθένας με βάση το τι καλό ή τι κακό έχει κάνει στην ζωή του. Όταν θα έρθει αυτή η μέρα αυτοί που υπέφεραν από τον πόλεμο, δεν ήθελαν να είναι μέσα του, θα πάρουν αυτό που είχε χάσει: την ειρήνη, αγάπη, ευκαιρία να έχει οικογένεια και όλα που τους έλειπε για να ζούνε μια ολοκληρωμένη ζωή, χωρίς πόλεμο. Και αντίθετα – εκείνοι οι οποίοι ήταν η αιτία του πολέμου θα πάρουν και την δικά τους βάσανα, ή αλλιώς, ό καιρός θα παίρνει την δικαιοσύνη.
Στη συνέχεια έχουμε έναν διάλογο ανάμεσα τον «εξόριστο ποιητή» και των ήλιο που κρατάει τις αχτίδες του. Αυτός πρέπει να απαντήσει στην ερώτηση «στον δικό σου αιώνα τι βλέπεις;» – είναι πολύ σημαντικό ότι ο εξόριστος ποιητής πρέπει να πει τι βλέπει τώρα όχι στον μελλοντικό αιώνα. Και έτσι μας φέρνει πιο κοντά σ’ αυτό που μόλις φαινόταν ως μια πρόβλεψη – από τον μέλλον γυρίζουμε στο παρόν. Με τις απαντήσεις του λέει ότι βλέπει τα έθνη «άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα», με άλλα λόγια, τα έθνη, τα οποία ακόμα έχουν τις δυνάμεις αλλά μήπως δεν έχουν κίνητρο που τους βοηθούσε να αντιστέκονται σε κάποιον που τους πληγώνει ή θέλει τον θάνατό τους. Επίσης ο εξόριστος ποιητής βλέπει τα πελέκια που σκίζουν στον αέρα «προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών».
Καταλαβαίνουμε ότι αυτά τα πελέκια δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, κι όλες οι προσπάθειες είναι μάταιες. Οι έμποροι που σκύβοντας μαζεύουν το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. Ο πόλεμος μπορεί να είναι ένα παράδειγμα εμπορίου που πάντα κάποιος έχει κέρδος αλλά εκείνη την στιγμή που γίνεται ο πόλεμος αυτό δεν είναι φανερό. Ο εξόριστος ποιητής επίσης βλέπει την αλληλουχία πως όλα έχουν κρυφά νοήματα και όλα ενώνονται με κρυφά νοήματα. Τα έθνη, τα πελέκια, οι έμποροι και τα πτώματά τους. Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση πρέπει μην υπάρχει κέρδος που έρχεται από κακές πράξεις. Τα πράγματα που φαίνονται από πρώτη ματιά να μην έχουν καμία σχέση μας δημιουργούν μια εικόνα στην οποία βλέπουμε λαούς που δεν είναι ελεύθεροι και δεν μπορούν να αντισταθούν και γι αυτό υποφέρουν. Ψηλά, στους αιθέρες βλέπει και «το Ερεχθείο των Πουλιών». Βάζοντας στο κείμενο το πολύ γνωστό ναό, το Ερεχθείο, που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του βράχου της Ακρόπολης ο ποιητής μάλλον θέλει να δείξει ακόμη μια απαισιόδοξη πραγματικότητα: το μέρος που κάποτε δοξάστηκαν οι θεοί, τώρα ακόμα είναι ψηλά αλλά ξεχασμένο και μόνο τα πουλιά ξαποσταίνουν στο αέτωμα του κτιρίου. Θεοί όπως και κάθε ελπίδα βρίσκονται κάπου ψηλά, μακριά από τους ανθρώπους και την πραγματικότητα.

Τώρα μας φαίνεται ότι έχουμε τα όλα και ότι η αποκάλυψη είναι κάτι ξαφνικό. Πριν να εξαφανιστούν όλα «θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης». Δεν σκεφτόμαστε ότι ο κόσμος καταστρέφεται σιγά σιγά. Πάλι συναντάμε τους Κυβερνήτες και καταλαβαίνουμε ότι οι πράξεις που μας οδηγούν στο τέλος του κόσμου σχετίζονται με τον πόλεμο. Είναι οι άνθρωποι που για το κέρδος ξεχνάνε την ηθική και τον εαυτό τους κηρύσσοντας πολέμους. Χρυσάφι είναι το πλούτος, αλλά εδώ Χωροφύλακας και Στρατοδίκης, αυτοί από τους οποίους εξαρτάται η τάξη κατά την διάρκεια του πολέμου, αφήνουν το χρυσάφι στους αφανείς: στους απλούς ανθρώπους που πολεμάνε, σκοτώνονται, και τους οποίους κανείς δε ξέρει. Γι αυτό αυτήν την λέξη χρησιμοποιεί μεταφορικά. Το Χρυσάφι θα είναι μιστός των αφανών ανθρώπων και η ύβρις τους. Με αυτή την λέξη η οποία στα αρχαία χρόνια σήμαινε την προσβολή του θείου νόμου, επαναλαμβάνεται η ιδέα ότι πόλεμος στα μάτια του Θεού είναι μια από τις μεγαλύτερες μαρτυρίες που μπορεί να γίνει γιατί καταστρέφονται ζωές και δεν υπάρχει και κάποιοι παίρνουν κέρδος από την δυστυχία των άλλων.
Για τον Χωροφύλακα και τον Στρατοδίκη μιλάει καταδικαστικά γιατί αυτοί παίρνουν τις αποφάσεις με βάση μόνο το δίκαιο του πολέμου. Γι αυτό δεν θα έχουνε καλό τέλος και δεν θα γλυτώσουν από την δικαιοσύνη. Στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές. Και αν αυτός που θεωρηθεί νικητής και θα τπν ραίνουν με λουλούδια, «θα ζει στην οσμή των πτωμάτων». Του νικητή είναι ανοιχτός ο τάφος και από εκεί ακούμε μια κραυγή των νεκρών που οι ψυχές τους δεν μπορούν να ηρεμήσουν. «Του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι, θ’ ανοίγει στα μέτρα του κράζοντας» – η άβυσσος πλησιάζει τον εξόριστο ποιητή, ξαναρωτώντας «εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε τι βλέπεις;». Και ο ποιητής απαντάει ότι βλέπει την ημέρα της δικαιοσύνης, όταν θα υποφέρουν αυτοί που φταίνε, όταν «οι Στρατοδίκες θα καίνε σαν κεριά» και βλέπει τους Χωροφύλακες να δίνουν το αίμα για τη καθαρότητα των ουρανών. Αυτοί μόνοι τους δίνουν το αίμα τους για να γίνουν αγνοί, χωρίς αμαρτίες.
Ο ποιητής πάλι μας μεταφέρει στο μέλλον. Αλλά αυτή τη φορά βλέπουμε αλλιώτικο σενάριο. Με την απαισιόδοξη αρχή: «Η Χτίσις θα φρίξει πληρώνοντας τα έργα των αρχαίων Κυβερνητών». Η Ταραχή, το σανίδωμα θα έρθει στο πληγωμένο κόσμο. Στον οποίο οι νέοι θα στενάξουν γιατί πάντα οι νέοι δίνουν το κίνητρο για αλλαγές. Μόνο οι τρόποι με τους οποίους τους εκτείνουν είναι χαοτική και παρορμητική. Και γι’ αυτό «θα’ ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα» – στην Γη που ήδη είναι πληγωμένη. Αλλά μήπως αυτά τα χλωμά χρόνια και θα είναι το κίνητρο που χρειαζόμαστε γιατί μετά τα σκοτάδι πάντα έρχεται το φως. «Και θα έχει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας», αλλά και με λίγη ευτυχία μέσα σου μπορείς να σκεφτεί ότι είναι ελεύθερος και αυτό που έχει, είναι ο, τι μπορεί να έχει.
Αυτά τα ωραία ερείπια μέσα σου και θα είναι τα ερείπια της ευτυχίας. Και στον ποιητή ο οποίος θα γίνει ξαφνικά ελεύθερος, θα χάσει τις δυνάμεις που τον κράτησαν μέχρι τώρα και θα ζει με αυτό που έμεινε. Την κατεστραμμένη ευτυχία και τις αναμνήσεις τις οποίες κανένας δεν μπορεί από τον πάρει. Στη τελευταία στροφή ένας μεγάλος συμβολισμός είναι η γυναίκα. Αυτός ο συμβολισμός μας θυμίζει τους πρωτόπλαστους από την Παλαιά Διαθήκη. Βάση της θρησκείας οι πρώτοι άνθρωποι η γυναίκα βγήκε από τον άνδρα και ήταν τα τελειότερα δημιουργήματα του Θεού. Η γυναίκα σαν αχτίδα του ήλιου να βγει – θα γυρίσει στον κόσμο το φως σαν μια ελπίδα, ισορροπία, και αγάπη. Όλα θα συνεχίζουν για πάντα – θα ζωντανέψει η φύση και ο κόσμος δεν θα καταστρέφεται ποια , αλλά συνέχεια θα ανακαινίζεται, όπως κι ο άνθρωπος ο οποίος δεν αφανίζεται, αλλά θα μεταμορφώνεται και πάει προς το καλύτερο.

Το «Προφητικόν» σημασιολογικά μπορούμε να χωρίσουμε σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος μας φέρνει στις τελευταίες στιγμές της ύπαρξης του κόσμου και τις περιγράφει. Ξαφνικά έρχεται στον κόσμο το σκοτάδι και ο ποιητής μας γνωρίζει τις ιδέες του. Το δεύτερο – μας εξηγεί τους λόγους της καταστροφής. Το σκοτάδι και ο άβυσσος τον πλησιάζει και φαίνεται να είναι πολύ κοντά. Στο τελευταίο παράγραφο φαίνεται ότι η προφητεία είναι τόσο κοντά μας και ήδη έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα. Αλλά ξαφνικά βρίσκεται μια ελπίδα ότι όλα ακόμα μπορούν να σωθούν. Έτσι ο ποιητής παίζει με την αίσθηση ισορροπίας. Μετά κάποια στιγμή φαίνεται να μην υπάρχει καμία ελπίδα, την άλλη μας δίνει κάτι για να έχουμε αρμονία. Στο κείμενο αυτή η αρμονία θα πραγματοποιηθεί αν θα πάρουνε τα όνειρα εκδίκηση τώρα με τον τρόπο ειρηνικό: οι δύο τελευταίοι άνθρωποι θα δημιουργήσουν τον τέλειο κόσμο. Αυτή η ελπίδα και θα είναι το μόνο όπλο που θα έχει μείνει στον ανθρώπινο γένος.
Giedre Gabriele Paliusyte



Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Συναυλία στο Ηρώδειο για τα 90 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη


Στο αφιέρωμα στο Μίκη Θεοδωράκη, που παρουσιάστηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού την Τρίτη 14 Ιουλίου 2015, ακούστηκαν η Πρώτη Συμφωνία και το Άξιον Εστί, με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού και με τη συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα, του Δημήτρη Πλατανιά, του Άκη Σακελλαρίου και τις χορωδίες των Μουσικών Συνόλων του δήμου Αθηναίων, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου «Μελωδοί», και τη χορωδία της ΕΡΤ.




Η ευχαριστήρια επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη προς τους διοργανωτές:
«Θέλω να ευχαριστήσω το Φεστιβάλ Αθηνών και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών για την απόφασή τους να παρουσιάσουν στο Ηρώδειο τα έργα μου "Πρώτη Συμφωνία" και "Άξιον Εστί". Όπως επίσης να χαιρετήσω όλους τους άξιους συντελεστές, που είμαι βέβαιος ότι με το ταλέντο και την προσωπικότητά τους θα βοηθήσουν, ώστε τα έργα μου να έχουν την όσο γίνεται καλλίτερη ερμηνεία και παρουσία.
Πρέπει να ομολογήσω, ότι αισθάνομαι άβολα που η μουσική μου θα ακουστεί σε μια εποχή που κυριαρχείται από τον μεγάλο πόνο των γερόντων που λιώνουν στις ουρές για ένα πιάτο φαΐ. Είναι επόμενο να αισθάνομαι ντροπή, ειδικά εγώ που ενώ κουβαλάω στην πλάτη μου τα ίδια χρόνια, έχω το προνόμιο να απολαμβάνω την ίδια στιγμή την μεγάλη χαρά ενός ανθρώπου της Τέχνης, που το έργο του παρουσιάζεται σε έναν ιστορικό χώρο μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό.
Το μόνο που με παρηγορεί, είναι ο συμβολισμός από την συνύπαρξη μέσα στον ίδιο Λαό του πόνου και της ελπίδας αλλά και της βεβαιότητας ότι κάποτε ο πόνος θα εξαλειφθεί, ενώ η ελπίδα θα γιγαντωθεί και θα γίνει πραγματικότητα.
Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι την Πρώτη μου Συμφωνία την συνέθεσα μέσα σε συνθήκες του μεγαλύτερου Πόνου που μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος, για να αποδείξω ότι η Ελπίδα είναι αυτή που θριαμβεύει πάντοτε όταν έχει κανείς μέσα του αληθινή Πίστη στον Άνθρωπο και στη Ζωή.
Σας ευχαριστώ όλους».

Αθήνα, 9.7.2015
Μίκης Θεοδωράκης


Flash-back to the real thing:



Και μια αληθινή ιστορία όπως τη διηγείται ο μαέστρος:

Βρίσκομαι το φθινόπωρο του 1964 στις Σέρρες για συναυλία. Οι φαντάροι ουρά μπροστά στο θέατρο, δεν έχουν λεφτά για εισιτήριο. Λέω "να μπούνε τζάμπα". Λέει ο εφοριακός, καθοδηγημένος απ΄τους ασφαλίτες που είναι πλάι του, "πρέπει να πληρώσουν το φόρο". "Μετράτε κεφάλια και πληρώνω εγώ", τους απαντώ.

Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ΄το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.

-Περί τίνος πρόκειται; Ερωτώ.

-Ήρθε ο δίσκος του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.

Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του. Περίεργο. Τον πλησιάζω.

-Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;

Αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, το φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.

-Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα 'ρθει στις Σέρρες το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και το χωριό μ' έστειλε ν' αγοράσω το δίσκο…

-Ά! του είπα, σ΄ευχαριστώ για την πληροφορία.

Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή "Άραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;…" 

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

The End of the Party - Graham Greene (1904-1991)



Peter Morton woke with a start to face the first light. Rain tapped against the glass. It was January the fifth.

He looked across a table on which a night-light had guttered into a pool of water, at the other bed. Francis Morton was still asleep, and Peter lay down again with his eyes on his brother. It amused him to imagine it was himself whom he watched, the same hair, the same eyes, the same lips and line of cheek. But the thought palled, and the mind went back to the fact which lent the day importance. It was the fifth of January. He could hardly believe a year had passed since Mrs Henne-Falcon had given her last children's party.

Francis turned suddenly upon his back and threw an arm across his face, blocking his mouth. Peter's heart began to beat fast, not with pleasure now but with uneasiness. He sat up and called across the table, "Wake up." Francis's shoulders shook and he waved a clenched fist in the air, but his eyes remained closed. To Peter Morton the whole room seemed to darken, and he had the impression of a great bird swooping. He cried again, "Wake up," and once more there was silver light and the touch of rain on the windows. 

Francis rubbed his eyes. "Did you call out?"' he asked.

"You are having a bad dream," Peter said. Already experience had taught him how far their minds reflected each other. But he was the elder, by a matter of minutes, and that brief extra interval of light, while his brother still struggled in pain and darkness, had given him self-reliance and an instinct of protection towards the other who was afraid of so many things.

"I dreamed that I was dead," Francis said.

"What was it like?"' Peter asked.

"I can't remember," Francis said.

"You dreamed of a big bird."

"Did I?"

The two lay silent in bed facing each other, the same green eyes, the same nose tilting at the tip, the same firm lips, and the same premature modelling of the chin. The fifth of January, Peter thought again, his mind drifting idly from the image of cakes to the prizes which might be won. Egg-and-spoon races, spearing apples in basins of water, blind man's buff.

"I don't want to go," Francis said suddenly. "I suppose Joyce will be there ... Mabel Warren." Hateful to him, the thought of a party shared with those two. They were older than he. Joyce was eleven and Mabel Warren thirteen. The long pigtails swung superciliously to a masculine stride. Their sex humiliated him, as they watched him fumble with his egg, from under lowered scornful lids. And last year ... he turned his face away from Peter, his cheeks scarlet.

"What's the matter?"' Peter asked.

"Oh, nothing. I don't think I'm well. I've got a cold. I oughtn't to go to the party."

Peter was puzzled. "But Francis, is it a bad cold?"

"It will be a bad cold if I go to the party. Perhaps I shall die."

"Then you mustn't go," Peter said, prepared to solve all difficulties with one plain sentence, and Francis let his nerves relax, ready to leave everything to Peter. But though he was grateful he did not turn his face towards his brother. His cheeks still bore the badge of a shameful memory, of the game of hide and seek last year in the darkened house, and of how he had screamed when Mabel Warren put her hand suddenly upon his arm. He had not heard her coming. Girls were like that. Their shoes never squeaked. No boards whined under the tread. They slunk like cats on padded claws.

When the nurse came in with hot water Francis lay tranquil leaving everything to Peter. Peter said, "Nurse, Francis has got a cold."

The tall starched woman laid the towels across the cans and said, without turning, "The washing won't be back till tomorrow. You must lend him some of your handkerchiefs."

"But, Nurse," Peter asked, "hadn't he better stay in bed?"

"We'll take him for a good walk this morning," the nurse said. "Wind'll blow away the germs. Get up now, both of you," and she closed the door behind her.

"I'm sorry," Peter said. "Why don't you just stay in bed? I'll tell mother you felt too ill to get up." But rebellion against destiny was not in Francis's power. If he stayed in bed they would come up and tap his chest and put a thermometer in his mouth and look at his tongue, and they would discover he was malingering. It was true he felt ill, a sick empty sensation in his stomach and a rapidly beating heart, but he knew the cause was only fear, fear of the party, fear of being made to hide by himself in the dark, uncompanioned by Peter and with no night-light to make a blessed breach.

"No, I'll get up," he said, and then with sudden desperation, "But I won't go to Mrs Henne-Falcon's party. I swear on the Bible I won't." Now surely all would be well, he thought. God would not allow him to break so solemn an oath. He would show him a way. There was all the morning before him and all the afternoon until four o'clock. No need to worry when the grass was still crisp with the early frost. Anything might happen. He might cut himself or break his leg or really catch a bad cold. God would manage somehow.

He had such confidence in God that when at breakfast his mother said, "I hear you have a cold, Francis," he made light of it. "We should have heard more about it," his mother said with irony, "if there was not a party this evening," and Francis smiled, amazed and daunted by her ignorance of him.

His happiness would have lasted longer if, out for a walk that morning, he had not met Joyce. He was alone with his nurse, for Peter had leave to finish a rabbit-hutch in the woodshed. If Peter had been there he would have cared less; the nurse was Peter's nurse also, but now it was as though she were employed only for his sake, because he could not be trusted to go for a walk alone. Joyce was only two years older and she was by herself.

She came striding towards them, pigtails flapping. She glanced scornfully at Francis and spoke with ostentation to the nurse. "Hello, Nurse. Are you bringing Francis to the party this evening? Mabel and I are coming." And she was off again down the street in the direction of Mabel Warren's home, consciously alone and self-sufficient in the long empty road.

"Such a nice girl," the nurse said. But Francis was silent, feeling again the jump-jump of his heart, realizing how soon the hour of the party would arrive. God had done nothing for him, and the minutes flew.

They flew too quickly to plan any evasion, or even to prepare his heart for the coming ordeal. Panic nearly overcame him when, all unready, he found himself standing on the doorstep, with coat- collar turned up against a cold wind, and the nurse's electric torch making a short trail through the darkness. Behind him were the lights of the hall and the sound of a servant laying the table for dinner, which his mother and father would eat alone. He was nearly overcome by the desire to run back into the house and call out to his mother that he would not go to the party, that he dared not go. They could not make him go. He could almost hear himself saying those final words, breaking down for ever the barrier of ignorance which saved his mind from his parents' knowledge. "I'm afraid of going. I won't go. I daren't go. They'll make me hide in the dark, and I'm afraid of the dark. I'll scream and scream and scream."

He could see the expression of amazement on his mother's face, and then the cold confidence of a grown- up's retort. "Don't be silly. You must go. We've accepted Mrs Henne-Falcon's invitation."

But they couldn't make him go; hesitating on the doorstep while the nurse's feet crunched across the frost-covered grass to the gate, he knew that. He would answer: "You can say I'm ill. I won't go. I'm afraid of the dark." And his mother: "Don't be silly. You know there's nothing to be afraid of in the dark." But he knew the falsity of that reasoning; he knew how they taught also that there was nothing to fear in death, and how fearfully they avoided the idea of it. But they couldn't make him go to the party. "I'll scream. I'll scream."

"Francis, come along." He heard the nurse's voice across the dimly phosphorescent lawn and saw the yellow circle of her torch wheel from tree to shrub. "I'm coming," he called with despair; he couldn't bring himself to lay bare his last secrets and end reserve between his mother and himself, for there was still in the last resort a further appeal possible to Mrs Henne- Falcon. He comforted himself with that, as he advanced steadily across the hall, very small, towards her enormous bulk. His heart beat unevenly, but he had control now over his voice, as he said with meticulous accent, "Good evening, Mrs Henne-Falcon. It was very good of you to ask me to your party." With his strained face lifted towards the curve of her breasts, and his polite set speech, he was like an old withered man. As a twin he was in many ways an only child. To address Peter was to speak to his own image in a mirror, an image a little altered by a flaw in the glass, so as to throw back less a likeness of what he was than of what he wished to be, what he would be without his unreasoning fear of darkness, footsteps of strangers, the flight of bats in dusk-filled gardens.

"Sweet child," said Mrs Henne-Falcon absent-mindedly, before, with a wave of her arms, as though the children were a flock of chickens, she whirled them into her set programme of entertainments: egg-and-spoon races, three-legged races, the spearing of apples, games which held for Francis nothing worse than humiliation. And in the frequent intervals when nothing was required of him and he could stand alone in corners as far removed as possible from Mabel Warren's scornful gaze, he was able to plan how he might avoid the approaching terror of the dark. He knew there was nothing to fear until after tea, and not until he was sitting down in a pool of yellow radiance cast by the ten candles on Colin Henne- Falcon's birthday cake did he become fully conscious of the imminence of what he feared. He heard Joyce's high voice down the table, "After tea we are going to play hide and seek in the dark."
   
"Oh, no," Peter said, watching Francis's troubled face, "don't let's. We play that every year."

"But it's in the programme," cried Mabel Warren. "I saw it myself. I looked over Mrs Henne-Falcon's shoulder. Five o'clock tea. A quarter to six to half past, hide and seek in the dark. It's all written down in the programme."

Peter did not argue, for if hide and seek had been inserted in Mrs Henne- Falcon's programme, nothing which he could say would avert it. He asked for another piece of birthday cake and sipped his tea slowly. Perhaps it might be possible to delay the game for a quarter of an hour, allow Francis at least a few extra minutes to form a plan, but even in that Peter failed, for children were already leaving the table in twos and threes. It was his third failure, and again he saw a great bird darken his brother's face with its wings. But he upbraided himself silently for his folly, and finished his cake encouraged by the memory of that adult refrain, "There's nothing to fear in the dark." The last to leave the table, the brothers came together to the hall to meet the mustering and impatient eyes of Mrs Henne-Falcon.

"And now," she said, "we will play hide and seek in the dark."

Peter watched his brother and saw the lips tighten. Francis, he knew, had feared this moment from the beginning of the party, had tried to meet it with courage and had abandoned the attempt. He must have prayed for cunning to evade the game, which was now welcomed with cries of excitement by all the other children. "Oh, do let's." "We must pick sides." "Is any of the house out of bounds?"' "Where shall home be?"

"I think," said Francis Morton, approaching Mrs Henne-Falcon, his eyes focused unwaveringly on her exuberant breasts, "it will be no use my playing. My nurse will be calling for me very soon."

"Oh, but your nurse can wait, Francis," said Mrs Henne-Falcon, while she clapped her hands together to summon to her side a few children who were already straying up the wide staircase to upper floors. "Your mother will never mind."

That had been the limit of Francis's cunning. He had refused to believe that so well- prepared an excuse could fail. All that he could say now, still in the precise tone which other children hated, thinking it a symbol of conceit, was, "I think I had better not play." He stood motionless, retaining, though afraid, unmoved features. But the knowledge of his terror, or the reflection of the terror itself, reached his brother's brain. For the moment, Peter Morton could have cried aloud with the fear of bright lights going out, leaving him alone in an island of dark surrounded by the gentle lappings of strange footsteps. Then he remembered that the fear was not his own, but his brother's. He said impulsively to Mrs Henne-Falcon, "Please, I don't think Francis should play. The dark makes him jump so." They were the wrong words. Six children began to sing, "Cowardy cowardy custard," turning torturing faces with the vacancy of wide sunflowers towards Francis Morton.

Without looking at his brother, Francis said, "Of course I'll play. I'm not afraid, I only thought ..." But he was already forgotten by his human tormentors. The children scrambled round Mrs Henne-Falcon, their shrill voices pecking at her with questions and suggestions.

"Yes, anywhere in the house. We will turn out all the lights. Yes, you can hide in the cupboards. You must stay hidden as long as you can. There will be no home."

Peter stood apart, ashamed of the clumsy manner in which he had tried to help his brother. Now he could feel, creeping in at the corners of his brain, all Francis's resentment of his championing. Several children ran upstairs, and the lights on the top floor went out. Darkness came down like the wings of a bat and settled on the landing. Others began to put out the lights at the edge of the hall, till the children were all gathered in the central radiance of the chandelier, while the bats squatted round on hooded wings and waited for that, too, to be extinguished.

"You and Francis are on the hiding side," a tall girl said, and then the light was gone, and the carpet wavered under his feet with the sibilance of footfalls, like small cold draughts, creeping away into corners.

"Where's Francis?"' he wondered. "If I join him he'll be less frightened of all these sounds." "These sounds" were the casing of silence: the squeak of a loose board, the cautious closing of a cupboard door, the whine of a finger drawn along polished wood.

Peter stood in the centre of the dark deserted floor, not listening but waiting for the idea of his brother's whereabouts to enter his brain. But Francis crouched with fingers on his ears, eyes uselessly closed, mind numbed against impressions, and only a sense of strain could cross the gap of dark. Then a voice called "Coming", and as though his brother's self- possession had been shattered by the sudden cry, Peter Morton jumped with his fear. But it was not his own fear. What in his brother was a burning panic was in him an altruistic emotion that left the reason unimpaired. "Where, if I were Francis, should I hide?"' And because he was, if not Francis himself, at least a mirror to him, the answer was immediate. "Between the oak bookcase on the left of the study door, and the leather settee." Between the twins there could be no jargon of telepathy. They had been together in the womb, and they could not be parted.

Peter Morton tiptoed towards Francis's hiding-place. Occasionally a board rattled, and because he feared to be caught by one of the soft questers through the dark, he bent and untied his laces. A tag struck the floor and the metallic sound set a host of cautious feet moving in his direction. But by that time he was in his stockings and would have laughed inwardly at the pursuit had not the noise of someone stumbling on his abandoned shoes made his heart trip. No more boards revealed Peter Morton's progress.

On stockinged feet he moved silently and unerringly towards his object. Instinct told him he was near the wall, and, extending a hand, he laid the fingers across his brother's face.

Francis did not cry out, but the leap of his own heart revealed to Peter a proportion of Francis's terror. "It's all right," he whispered, feeling down the squatting figure until he captured a clenched hand. "It's only me. I'll stay with you." And grasping the other tightly, he listened to the cascade of whispers his utterance had caused to fall. A hand touched the book-case close to Peter's head and he was aware of how Francis's fear continued in spite of his presence. It was less intense, more bearable, he hoped, but it remained. He knew that it was his brother's fear and not his own that he experienced. The dark to him was only an absence of light; the groping hand that of a familiar child. Patiently he waited to be found.

He did not speak again, for between Francis and himself was the most intimate communion. By way of joined hands thought could flow more swiftly than lips could shape themselves round words. He could experience the whole progress of his brother's emotion, from the leap of panic at the unexpected contact to the steady pulse of fear, which now went on and on with the regularity of a heart- beat. Peter Morton thought with intensity, "I am here. You needn't be afraid. The lights will go on again soon. That rustle, that movement is nothing to fear. Only Joyce, only Mabel Warren." He bombarded the drooping form with thoughts of safety, but he was conscious that the fear continued. "They are beginning to whisper together. They are tired of looking for us. The lights will go on soon. We shall have won. Don't be afraid. That was someone on the stairs. I believe it's Mrs Henne- Falcon. Listen. They are feeling for the lights." Feet moving on a carpet, hands brushing a wall, a curtain pulled apart, a clicking handle, the opening of a cupboard door. In the case above their heads a loose book shifted under a touch. "Only Joyce, only Mabel Warren, only Mrs Henne- Falcon," a crescendo of reassuring thought before the chandelier burst, like a fruit-tree, into bloom.

The voice of the children rose shrilly into the radiance. "Where's Peter?"' "Have you looked upstairs?"' "Where's Francis?"' but they were silenced again by Mrs Henne-Falcon's scream. But she was not the first to notice Francis Morton's stillness, where he had collapsed against the wall at the touch of his brother's hand. Peter continued to hold the clenched fingers in an arid and puzzled grief. It was not merely that his brother was dead. His brain, too young to realize the full paradox, wondered with an obscure self- pity why it was that the pulse of his brother's fear went on and on, when Francis was now where he had always been told there was no more terror and no more--darkness.