Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Bjork: Biophilia (One Little Indian)


Η Ισλανδή που έγινε διάσημη για τους φωνητικούς της ακροβατισμούς και τη φουτουριστική χορευτική της pop επιστρέφει στη δισκογραφική επικαιρότητα με το όγδοο προσωπικό της άλμπουμ.
Ήδη από το “Homogenic” (1997) η Bjork ξεκίνησε ένα περιπετειώδες ταξίδι μουσικού πειραματισμού, πραγματοποιώντας ηχογραφήσεις με αισθητική όλο και περισσότερο ιδιότυπη και εκλεκτική, με καλλιτεχνική κορύφωση το “Medulla” (2004).

Αντίθετα με τις προσδοκίες που συνόδευσαν την επί τριετία προετοιμασία του, στο “Biophilia” το παιχνίδι με τις δραματικές αισθήσεις, με τις εύθραυστες εντάσεις, και με τις νόρμες μιας πολυεπίπεδης ηχητικής αρχιτεκτονικής –παθιασμένης, θα έλεγε κανείς, με την εξερεύνηση κάθε δυνατότητας και πιθανότητας παραγωγής ηχητικού αποτελέσματος– τραβάει πολύ μακριά, σε βάρος της μουσικής απόλαυσης.

Η εκζήτηση αγγίζει ή και ξεπερνά την υπερβολή σε κάθε διάσταση: το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ ηχογραφήθηκε όχι στο στούντιο αλλά σε iPad, το προωθητικό πλάνο του μάρκετινγκ συμπεριέλαβε ειδικά σχεδιασμένες εφαρμογές λογισμικού, ιντερνετικούς τόπους, διαδραστικά παιχνίδια, ως και εκπαιδευτικά εργαστήρια, το δε άλμπουμ κυκλοφόρησε στα δισκοπωλεία σε πέντε διαφορετικές εκδόσεις, κάποιες από τις οποίες περικλείονται σε λουστραρισμένες και ντυμένες με μετάξι ξύλινες θήκες.


Πολλά από τα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν επί τούτου.
Ως και στον θεματικό προσανατολισμό μοιάζει χαμένη κάθε έννοια μέτρου, καθώς δομές και κύκλοι της φύσης –από τα κύτταρα ως τις τεκτονικές πλάκες και τους γαλαξίες– επιστρατεύονται για μεταφορικούς συλλογισμούς πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις.

Λέτε αυτή να είναι η κατεύθυνση της μουσικής του 21ο αιώνα;

Αν έτσι είναι ευτυχώς που έχω συγκεντρώσει εκτενή συλλογή δισκογραφίας των 60s και σε φυσική και σε ψηφιακή μορφή!

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Tom Waits: Bad As Me (Anti)


Η λοκομοτίβα του  “Chicago”, του εναρκτήριου τραγουδιού του “Bad As Me”, ξεφυσάει πεισματάρικα και βρυχάται βροντερά καθώς σέρνει πίσω της με αποφασιστικότητα και αφοσίωση το χθες, το σήμερα και το αύριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Tom Waits.
Αυτό κι αν είναι μυστήριο τρένο! 

Σε τούτο το 17ο στούντιο άλμπουμ της καριέρας του, και πρώτη συλλογή με νέα του τραγούδια από το 2004 και το “Real Gone”, ο ηλικίας 61 ετών Αμερικανός δημιουργός και ερμηνευτής εμπνέεται από την ιστορία των blues, και ειδικότερα από τη «μετανάστευσή» τους από το δέλτα του Μισισιπί στο Σικάγο, κατά τα 1930s, για να οργανώσει μια θεματική συλλογή τραγουδιών γύρω από τον κεντρικό άξονα της αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής· χρήμα, δουλειές, αφεντικά, έρωτας, απελπισία, πόλεμος, αποτελούν επιμέρους συνιστώσες των ιστοριών που αφηγούνται τα σφιχτά δομημένα και με ακρίβεια εστιασμένα τραγούδια.

Στο ηχητικό μέρος αξιοποιούνται R&B πνευστά (όπως τρομπόνι και μπάσο κλαρινέτο), φυσαρμόνικα, μπάντζο, ακορντεόν, ηχογραφημένα αυτόματα όπλα και άλογα, και βέβαια ηλεκτρικές κιθάρες, τρεις, που γεννάνε blues θαύματα στα χέρια των Keith Richards, Marc Ribot και David Hidalgo: Ο Richards συμμετέχει σε τέσσερα τραγούδια εντυπωσιάζοντας τόσο με το ερμηνευτικό του «δόσιμο» όσο και με την ανυποχώρητη εμμονή του για τον Chuck Berry· τα ριφ του Ribot είναι υπεύθυνα για τις κουβανέζικης φινέτσας πτυχές τού ήχου του Waits εδώ και τρεις δεκαετίες· ο Hidalgo (των Los Lobos) συνεισφέρει μια δική του «ανάγνωση» στο παλίμψηστο της αμερικανικής παράδοσης.
Τα φλερτ με τα μουσικά στυλ είναι συνεχή και τολμηρά: tex-mex και rockabilly (“Get Lost”), waltz (“Pay Me”), rhythm & blues (“Satisfied”), παραμορφωμένο swing (“Hell  Broke Luce”), προσέρχονται και παλεύουν -άλλοτε ως σύμμαχοι κι άλλοτε ως ανταγωνιστές- στο πεδίο διαρκούς μάχης που αποτελεί η εν εξελίξει μουσική δράση.

Και βέβαια υπάρχει η Φωνή: σε ακαταμάχητες μεθυσμένες εξομολογήσεις της μπάρας (“Kiss Me”), soul φαλτσέτο, γρυλίσματα, ουρλιαχτά, κραυγές· είτε επιδίδεται σε αριστοκρατικό crooning αλά Elvis Presley (“Last Leaf”) είτε ακούγεται σαν χαρτοσακούλα βίαια τσαλακωμένη από την εμπειρία, είναι αδύνατο να της αντισταθείς.

Αντί επιλόγου παραθέτω απόσπασμα από το κείμενο που υπογράφει η Kitty Empire στον Observer:
To “Bad As Me” είναι, κυρίως, ένα άλμπουμ γεμάτο από πάθος, θυμό και λύπη -συστατικά που κάνουν τον Waits ομόλογο με τον μαχητικό Bruce Springsteen και τον χειρουργό των συναισθημάτων Leonard Cohen, όπως επίσης με τον παλιό-καλό Nick Cave και τους επαγγελματίες μπεκρήδες, τους Pogues.
Τι άλλο πρέπει να γράψω για να πάτε τώρα αμέσως να το πάρετε;

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Γιατί μας αρέσει η μουσική


Η έλξη που ασκεί πάνω μας η μουσική είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Μόλις πρόσφατα όμως άρχισαν να γίνονται κατανοητοί οι βιολογικοί μηχανισμοί με τους οποίους γίνεται αυτό κατορθωτό.


Το 2007 νευροβιολόγοι της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου του Στάνφορντ πραγματοποίησαν μια μελέτη που απέδειξε πως η μουσική ακρόαση ενεργοποιεί περιοχές του εγκεφάλου σχετιζόμενες με την εστίαση της προσοχής, τη δημιουργία προβλέψεων και την τακτοποίηση των παραστάσεων στη μνήμη. Στα ευρήματα περιλαμβανόταν επίσης η διαπίστωση πως η μουσική βοηθά τον εγκέφαλο να οργανώσει τις προσλαμβανόμενες πληροφορίες.

Εμβαθύνοντας περαιτέρω στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο μια ομάδα Φιλανδών επανήλθε το 2011 δημοσιεύοντας στο επιστημονικό περιοδικό “NeuroImage” μια μελέτη σύμφωνα με την οποία κατά την ακρόαση μουσικής που ο ακροατής θεωρεί «ευχάριστη» ο εγκέφαλος εκκρίνει τον νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη και στέλνει μηνύματα ευχαρίστησης στο υπόλοιπο σώμα.


Η ντοπαμίνη είναι μια χημική ουσία που εμπλέκεται τόσο στην παρακίνηση όσο και στον εθισμό, πράγμα που σημαίνει πως ο άνθρωπος βρίσκει ελκυστική τη μουσική για τον ίδιο λόγο –και μέσα από τον ίδιο βιοχημικό μηχανισμό- που βρίσκει ελκυστικό το σεξ, τα τυχερά παιχνίδια, το γευστικό φαγητό, τις ουσίες. Παραμένει ωστόσο εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει εξελιχθεί έτσι ώστε να «ανταμείβει» τον υπόλοιπο οργανισμό με αισθήματα απόλαυσης όχι μόνο για εμπειρίες υλικές (φαγητό, σεξ) αλλά και εντελώς αφαιρετικές, πολυσύνθετες και άυλες, όπως είναι η μουσική.


Από τα ανωτέρω, μάλιστα, προκύπτει πως το αισθητικό ερέθισμα της μουσικής μπορεί να έχει πάνω στον ακροατή μια ήπια εθιστική δράση (αν κι αυτό είναι κάτι που ήδη το ξέραμε εμπειρικά).

Πέρα από την αποτύπωση της στενής συσχέτισης μεταξύ έκκρισης ντοπαμίνης και μουσικής απόλαυσης, διαπιστώνεται πως ακόμα και η προσμονή της ακρόασης ενός αγαπημένου κομματιού (χωρίς να έχει σημασία το είδος –μουσική κλασική, ποπ κ.λπ), αρκεί για να ενεργοποιήσει τον εγκεφαλικό μηχανισμό παραγωγής ντοπαμίνης και να αποδώσει το συνακόλουθο αίσθημα ευεξίας (κι ας θυμηθούμε εδώ, από τις εμπειρίες τις προσωπικές μας, την ένταση των αντίστοιχων συναισθημάτων στις περιπτώσεις εκείνες που προσεγγίζαμε με φτερά στα πόδια ένα συναυλιακό χώρο για την εμφάνιση κάποιου πολύ αγαπημένου μας καλλιτέχνη).


Τα ευρήματα αυτά προσφέρουν μια βιολογική εξήγηση στο γιατί η μουσική παίζει τόσο σημαίνοντα ρόλο σε όλα τα έντονης συναισθηματικής φόρτισης γεγονότα των κοινωνικών ομαδοποιήσεων σε όλες τις πολιτιστικές παραδόσεις, με αδιάρρηκτη συνέχεια το ξεκίνημα της ανθρώπινης ιστορίας μέχρι και σήμερα.

Με λεπτομέρειες αναδείχθηκε και ο τρόπος με τον οποίο η μουσική επηρεάζει όλο το νευρικό μας σύστημα· συγκεκριμένα οι επιστήμονες κατέγραψαν την απόκριση του εγκεφάλου κατά την ακρόαση ενός κομματιού σύγχρονου αργεντίνικου τάνγκο, με τεχνολογία μαγνητικής απεικόνισης που ονομάζεται «λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού» (fMRI). Ακολούθως, με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και ειδικά σχεδιασμένους αλγόριθμους επεξεργασίας, έγινε ανάλυση του μουσικού περιεχομένου του συγκεκριμένου κομματιού και αποτυπώθηκε ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται το ρυθμικό, τονικό και ηχοχρωματικό περιεχόμενο της μουσικής με την εξέλιξη της σύνθεσης.

Συγκρίνοντας τις μεταβολές στο μουσικό περιεχόμενο με τις συνακόλουθες μεταβολές της αιμοδυναμικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο των ακροατών οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα νευρικά κυκλώματα που ενεργοποιούνται κατά την ακρόαση της μουσικής δεν περιορίζονται στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ακοή αλλά επεκτείνονται σε ένα μεγάλης κλίμακας νευρικό δίκτυο.
Για παράδειγμα ανακάλυψαν ότι κατά την επεξεργασία του ρυθμού ενεργοποιούνται περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την κίνηση, επαληθεύοντας την υπόθεση πως μουσική και κίνηση είναι στενά συνδεδεμένες.

Μεταιχμιακές περιοχές του εγκεφάλου, που είναι γνωστό ότι σχετίζονται με τα συναισθήματα, διαπιστώθηκε πως συμμετέχουν στην επεξεργασία της τονικότητας και επίσης του ρυθμού, η δε επεξεργασία των ηχοχρωμάτων συσχετίστηκε με ενεργοποίηση του λεγόμενου «δικτύου αυτόματης λειτουργίας» (default mode network) το οποίο σχετίζεται με την ονειροπόληση και τη δημιουργικότητα.


Αναγνώσματα που προτείνονται για περαιτέρω τριβή με το θέμα είναι το βιβλίο “This Is Your Brain On Music” (Plume/Penguin, 2007) του νευροβιολόγου Daniel J. Levitin, που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος ερμηνεύει και επεξεργάζεται τα μουσικά χαρακτηριστικά, καθώς επίσης η έκδοση «Μουσικές Βιταμίνες» (Fagotto, 2004) του μουσικού και ερευνητή Ηλία Σακαλάκ, με στοιχεία μουσικής ιατρικής και μουσικής ψυχολογίας περί της μουσικής ακρόασης και των επιδράσεών της.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η δημοσίευση του Jack H. David Jr. “The Two Sides of Music” που πραγματεύεται το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο εμπλέκονται στην επεξεργασία της μουσικής ακρόασης τα εγκεφαλικά ημισφαίρια και τις διαφορές αντίληψης μεταξύ ακροατών με και χωρίς μουσική παιδεία.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Rolling Stone - 10 Best Movies of 2011

Drive is bloody, polarizing, pure cinema; The Artist has unexpected soul; Hugo is a bedtime story for movie lovers; and more.
http://www.rollingstone.com/movies/lists/10-best-movies-of-2011-20111207

The Two Sides of Music


The Two Sides of Music
Jack H. David Jr.

The human brain is very complex in the way it perceives information that it receives through sensory input. The two cerebral hemispheres perform different functions; the left hemisphere processes information that requires analysis or some type of language to comprehend, and the right hemisphere deals with the symbolic, non-verbal and emotional portion of what we call reality. If we have to "think" about something, we are using our left hemisphere, but if we simply act by "instinct", we are using our right hemisphere. The human experience of emotion is also a function of the right hemisphere. 
http://jackhdavid.thehouseofdavid.com/papers/brain.html

DJ Shadow: The Less You Know, The Better (Verve)



Υπάρχει άραγε χώρος για μαγεία σε τούτη την τεχνοκρατούμενη νέα ηλεκτρονική εποχή; Ασφαλώς ναι. Γιατί, ως τι λιγότερο από μαγεία, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη ζεστασιά, τη συναισθηματική φόρτιση, την ανθρωπιά που καταφέρνουν να αναδείξουν μέσα από την –άλλως άκαμπτη– μετρονομία της χορευτικής πίστας δημιουργοί όπως ο DJ Shadow;

Ο Καλιφορνέζος Josh Davis, όπως είναι το πραγματικό όνομα του DJ Shadow, είναι ένας από τους ήρωες της νέας ηλεκτρονικής εποχής, μιας εποχής στην οποία τα τραγούδια δεν έχουν κουπλέ και ρεφρέν, τα κιθαριστικά σόλο έχουν δώσει τη θέση τους στα sample και ο κανόνας είναι να χλευάζεις τον κάθε κανόνα. Όλα εξακολουθούν, βεβαίως, να εκπορεύονται από την έμπνευση, μόνο που πλέον χρειάζεται να ξέρεις πώς θα διοχετεύσεις την Πρώτη αυτή Κυρία μέσα από τα καλώδια και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα των οργάνων και των εργαλείων της νέας τεχνολογίας: ο σπουδαίος καλλιτέχνης του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να είναι και ένας σπουδαίος μηχανικός ήχου.



Ακόμα όμως και οι ήρωες της ψηφιακής εποχής έχουν τα προβλήματά τους...

Το επιδραστικό και πολύκροτο ντεμπούτο του DJ Shadow (“Endtroducing…”, 1996) ήταν το αριστούργημά του, το πρώτο μουσικό άλμπουμ που πλάστηκε αποκλειστικά με χρήση «δάνειων ήχων» (samples).

Το δεύτερο (“The Private Press”, 2002), ήταν ένα πολύχρωμο χαλί με ύφανση από νήματα trip-hop, funk, break-beat, techno, ambient, jazz, disco, pop του ‘60, reggae αλλά και με μια μυριάδα ηχητικών αποσπασμάτων, θορύβων, μηχανικών βόμβων, ανθρώπινων φωνών και παρωχημένων οικιακών ηχογραφήσεων.

Στο τρίτο άλμπουμ τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Όχι, η έμπνευση δεν εγκατέλειψε τον εφευρετικό dj, απλώς, όπως συμβαίνει με κάθε δημιουργικό καλλιτέχνη, κάθε τόσο αυτός στρέφεται σε διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που αναμένουν οι ακροατές. Στο “The Outsider” (2006) παρατέθηκαν εξερευνητικές αποστολές στις γειτονιές του hip-hop, του hardcore rock, της εναλλακτικής χορευτικής σκηνής, της folk, φωνητικά και rap από επτά διαφορετικούς βοκαλίστες, καθώς και μυριάδες sample, σε ένα κολάζ που έμοιαζε να φιλοξενεί τουλάχιστον ένα δελεαστικό download για κάθε γούστο αλλά προξενούσε αμηχανία όταν προσπαθούσε κανείς να το προσεγγίσει και να το αφομοιώσει ως ενιαίο σύνολο.

Και φτάνουμε στο “The Less You Know, The Better” (Verve, 2011), μόλις τέταρτο στούντιο άλμπουμ της προσωπικής του δικογραφίας σε πάνω από 15 χρόνια καλλιτεχνικής δράσης. Σε αυτό ο 39άχρονος Καλιφορνέζος εγκαταλείπει τις rap δοκιμές τού “The Outsider” χάριν ενός μουσικού υβρίδιου πάντα περιπετειώδους που όμως, πλέον, χτίζεται με βασικά δομικά εργαλεία τα πικάπ και τα LP, και παραπέμπει χωρίς ενδοιασμούς στο ντεμπούτο του. Χεβιμεταλικά ριφ, υβρίδια του funk με το drum ‘n’ bass, κολάζ των break beat, glam rock, “old skool” hip-hop, dub αλλά και soul, και δοκιμές στη φόρμα της μπαλάντας εναλλάσσονται σε ένα διαρκές και επίμονο φλερτ με τα στυλ και τα ηχοχρώματα. Η λίστα των –λίγων και καλών– καλεσμένων περιλαμβάνει τα ονόματα των Posdnuos (των De La Soul), Afrikan Boy, Talib Kwel, του Βρετανού art pop τραγουδιστή Tom Vek, της βοκαλίστριας των Little Dragons, Yukimi Nagano.

Δεν έχουμε γνωρίσει πολλούς σαν τον DJ Shadow, ικανούς δηλαδή να γεφυρώσουν το rock ‘n’ roll χθες με το ψηφιακό αύριο: τον Aphex Twin, τους Coldcut, τον Tricky, τους Primal Scream, τον Moby, τον Fatboy Slim, τον Roni Size –μια χούφτα ανθρώπους στον πλανήτη. Οι φίλοι της ηλεκτρονικής μουσικής ξέρουν καλά τι ακριβώς να περιμένουν από τον DJ Shadow και τους ομότιμούς του. Εκείνο που πραγματικά φιλοδοξούν οι παραπάνω γραμμές είναι να πείσουν και τους ροκάδες να τεντώσουν τα αφτιά τους.


Listen to The Less You Know, The Better by DJ Shadow on Spotify

Best Music Of 2011

The Tallest Man On Earth: Sometimes The Blues is Just A Passing Bird (Dead Oceans)


Τη ζηλευτή τέχνη του τραγουδιστή/τραγουδοποιού (που δοξάστηκε από δημιουργούς όπως ο Bob Dylan) υπηρετεί με συνέπεια ο σουηδικής καταγωγής Αμερικανός Kristian Matsson.

Το EP με πέντε δικές του συνθέσεις, που εδώ παρουσιάζουμε, είναι η νεότερη προσθήκη σε μια δεκαετή μουσική διαδρομή με κυριότερους σταθμούς το ντεμπούτο άλμπουμ “Shallow Grave” (2008) το ακόλουθο LP “The Wild Hunt” (2010).

Με κύρια όπλα τις φωνητικές μελωδίες και τις στιχουργικές πλοκές περί μοναξιάς και προσδοκίας τα πέντε νέα τραγούδια του “Sometimes The Blues…” αναδεικνύουν την ερμηνευτική εκφραστικότητα και τη στιχουργική ουσία σε πρωταρχικά αιτήματα της τραγουδοποιίας του Matsson.


Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Steve Reich / Kronos Quartet: WTC 9/11 (Nonesuch)


Κεντρικό ρόλο στο νέο άλμπουμ του νεοϋορκέζου Steve Reich, ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες σύγχρονης μουσικής και ιδρυτικού στελέχους της σχολής του μινιμαλισμού, παίζει η τριμερής σύνθεση “WTC 9/11” για τρία κουαρτέτα εγχόρδων και προηχογραφημένες φωνές, που είναι αφιερωμένη στις τρομοκρατικές επιθέσεις στους δίδυμους πύργους του Κέντρου Παγκοσμίου Εμπορίου. Η σύνθεση παραγγέλθηκε και ερμηνεύεται από το κουαρτέτο εγχόρδων Kronos, φημισμένο για τον τολμηρό τρόπο με τον οποίο παραβιάζει μουσικά σύνορα, ερμηνεύοντας μουσική δωματίου με το πνεύμα και την ενέργεια του rock.

Στο “WTC 9/11” ο Reich αντιπαραθέτει, κατά την πάγια τακτική του, στην έννοια και στην πρακτική της συνθετικής δομής εκείνη της μουσικής διαδικασίας, και ακολουθεί μια υβριδική προσέγγιση-κολάζ αντίστοιχη του “Different Trains” (1988 –ένα έργο-καλλιτεχνικός στοχασμός για το Ολοκαύτωμα): φωνητικά αποσπάσματα πυροσβεστών, ελεγκτών εναερίου κυκλοφορίας αλλά και πολιτών που βρέθηκαν κοντά στο χώρο της καταστροφής την ημέρα της τρομοκρατικής ενέργειας συνοδεύονται από τα έγχορδα του κουαρτέτου υπηρετώντας την κεντρική ιδέα του μινιμαλισμού: σύντομα και επαναληπτικά σε βαθμό ύπνωσης μουσικά μοτίβα με απλό αρμονικό ιδίωμα, μέγιστη οικονομία μέσων, αυστηρότητα. Το μουσικό υλικό δημιουργείται κατευθείαν από τα sample, χωρίς επεξεργασία τους, η δε άμεση σύνδεση φωνών-μουσικής αποδίδει δύναμη και έντονη υποβλητικότητα.
Η σύνθεση “WTC 9/11” ολοκληρώθηκε το 2010 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο αμερικανικό και ευρωπαϊκό κοινό στις φετινές εκδηλώσεις για τα 75 χρόνια του συνθέτη.

Η κυκλοφορία σε CD φιλοξενεί δυο ακόμα δημιουργίες του Reich, τις συνθέσεις “Mallet Quartet” (για δυο μαρίμπες και δυο βιμπράφωνα, με αναφορές στα αδιαπέραστα, αυστηρά ομοιόμορφα και μελωδικώς/ηχοχρωματικώς απογυμνωμένα ηχητικά τοπία της καλλιτεχνικής παραγωγής του Reich των 1970s, ερμηνευμένο από το σύνολο So Percussion) και “Dance Patterns” (για δυο πιάνα, δυο βιμπράφωνα και δυο ξυλόφωνα, σε καλλιτεχνικό έδαφος αντίστοιχο του “Music For 18 Musicians”, ερμηνευμένο από μέλη του συνόλου Steve Reich and Musicians).

Ας σημειωθεί τέλος πως η αρχική ιδέα για το εξώφυλλο του άλμπουμ αυτού (μια επεξεργασμένη φωτογραφία του αεροπλάνου που κατευθύνεται προς τον δεύτερο πύργο, η οποία δημοσιοποιήθηκε αρκετά νωρίτερα από το ίδιο το μουσικό έργο), αποσύρθηκε εν μέσω έντονων διαμαρτυριών για το γεγονός ότι μια εικονική φωτογραφία της καταστροφής επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για εμπορικούς σκοπούς.

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

November's best music from across the MAP by Guardian Music Blog

Link to: http://www.guardian.co.uk/music/musicblog/2011/nov/15/november-map?CMP=twt_gu

Listen to 35 new tracks from around the world, as chosen by the Guardian and other bloggers in the Music Alliance Pact. 
Click the play button icon to listen to individual songs, right-click on the song title to download an mp3, or grab a .zip file of the whole 35-track compilation via MediaFire.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Αναζητώντας Ήρωες



“Τι συνέβη, άραγε, στους ήρωες; Δεν υπάρχουν ήρωες πια…” τραγούδησε για πρώτη φορά το 1977 ο Hugh Cornwell μαζί με τους Stranglers. Και είχε βέβαια δίκιο· όχι μόνο για τότε αλλά και για μετά.


Μεταξύ των πολλών κοινωνικών μετασχηματισμών του τέλους του 20ου αιώνα ιδιαίτερα ξεχώρισε η σταδιακή εξαφάνιση του ήρωα, του σύγχρονου εκείνου κοινωνικού αρχέτυπου που εκφράζεται μέσω της φυσιογνωμίας και της προσωπικότητας χαρισματικών μελών της ομάδας, που με τα επιτεύγματά τους, και μέσω της δυναμικής του μύθου που, κατά κανόνα, υπηρετούν, λειτουργούν αφενός ως πρότυπα και αφετέρου ως μέσα πολιτιστικής ενσωμάτωσης των νεότερων μελών της εκάστοτε κοινότητας στην οποία δραστηριοποιούνται.
Στο πεδίο του ρον εν ρολ –με άλλα λόγια, της ηλεκτρικής μουσικής των δεκαετιών από το 1950 και μετά– οι ήρωες και οι ηρωίδες έπαιξαν κομβικό ρόλο στην παγκόσμια διάδοση και καθιέρωση του πρώτου στην ιστορία μουσικού στυλ που δημιουργήθηκε από- και για- τη νεολαία. Πέρα από τα επιτεύγματά τους σε όρους καλλιτεχνικής δημιουργίας και διαμόρφωσης αισθητικής πρότασης οι ροκ εν ρολ ήρωες αναδείχθηκαν σε πρόσωπα λατρείας μιας ιδιότυπης νεολαιίστικης «θρησκείας» και σε καταλύτες των εξελίξεων όχι μόνο στο χώρο της μουσικής αλλά, συχνά, και στους συνδεδεμένους χώρους της κοινωνίας και της πολιτικής.


Κοινή είναι ωστόσο η διαπίστωση πως οι ροκ εν ρολ ήρωες φθίνουν.
Τα 1950s είχαν τον Elvis Presley.
Τα 1960s τους Beatles (που εξακολουθούν να είναι το συγκρότημα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών) και τους Rolling Stones (που μέχρι πρόσφατα οι συναυλίες και οι περιοδείες τους έσπαγαν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο).
Τα 1970s ανέδειξαν τους Pink Floyd, τα άλμπουμ των οποίων δεν έχουν σταματήσει να πουλάνε μέχρι σήμερα.
Τα 1980s είχαν τους U2, αλλά επίσης τη Madonna και τον Michael Jackson, καλλιτέχνες που γνώρισαν μεγάλη παγκόσμια επιτυχία υπηρετώντας –για πρώτη φορά- μουσικά στυλ πέραν του rock.
Τα είδωλα των 1990s ήταν ήδη χλωμά σε σχέση με τους προκατόχους τους: Η pop και τα rhythm & blues πέρασαν ξεκάθαρα στο προσκήνιο (Mariah Carey, Whitney Houston, Celine Dion), τα ευπώλητα rock άλμπουμ κυκλοφόρησαν από ονόματα με σύντομη καλλιτεχνική τροχιά (Alanis Morissette, Hootie & the Blowfish) ενώ ονόματα που κέρδισαν την εύνοια της κριτικής και των ΜΜΕ, όπως ήταν οι Radiohead, δεν κατάφεραν να πετύχουν μαζική αναγνώριση ή, πολύ περισσότερο, να εμπνεύσουν κοινωνικά ρεύματα.
Ακόμα και τα μεγαλύτερα ονόματα μεταξύ των καλλιτεχνών που εμφανίστηκαν τα τελευταία δέκα-είκοσι χρόνια απέχουν πάρα πολύ από τα είδωλα των 1950s και των 1960s σε κάθε διάσταση: αναγνωρισιμότητας, εμπορικής επιτυχίας, καθολικής αποδοχής, εκτίμησης για το σύνολο του έργου τους.

Αναζητώντας τα αίτια πίσω από την άνοδο και στην πτώση του ροκ εν ρολ ήρωα ανατρέχουμε στην προσέγγιση του Καναδού Marshall McLuhan, ο οποίος με το διάσημο αφορισμό του «τα Μέσα δημιούργησαν το μήνυμα» πρώτος διαπίστωσε πως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός Μέσου Ενημέρωσης ενσωματώνονται στο μήνυμα που αυτό μεταφέρει δημιουργώντας μια συμβιωτική σχέση, μέσω της οποίας το Μέσο επηρεάζει αποφασιστικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το μήνυμα.

Η ακμή και η παρακμή του ήρωα συνδυάστηκε με τον τρόπο έκθεσης του κοινού στις πληροφορίες. Οι γενιές ακροατών και μουσικόφιλων που μεγάλωσαν τις δεκαετίες του 1950, του 1960, του 1970 ενημερώνονταν από –κυρίως κρατικά– ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα που εκπέμπονταν σε μέρες και ώρες συγκεκριμένες και ίδιες για όλη τη χώρα.
Ο μαζικός και συντεταγμένος τρόπος έκθεσης του κοινού σε ένα ίδιο για όλους εύρος πληροφοριών και υποβαλλόμενων συναισθημάτων οδηγούσε σε έναν λίγο-πολύ ομοιόμορφο τρόπο (συν)αντίληψης τόσο των θεμάτων της επικαιρότητας όσο και του ρόλου των πρωταγωνιστών της, των, εν δυνάμει, ηρώων.
Η συγκεκριμένη, με άλλα λόγια, λειτουργία των Μέσων διευκόλυνε την ανάδειξη ηρώων.


Στην πορεία, ωστόσο, τα πράγματα στα Μέσα άλλαξαν άρδην. Τάχιστα –και ειδικότερα από την έλευση του διαδικτύου και μετά, αστραπιαία–, η κοινωνία πέρασε στην εποχή της ζωντανής, σε 24ωρη βάση, ειδησεογραφικής κάλυψης και ενημέρωσης, με τον ακροατή/θεατή να έχει πρόσβαση στα νέα και στο περιεχόμενο τη στιγμή ακριβώς που εκείνος επιθυμεί και όχι την προκαθορισμένη ώρα εκπομπής, όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Η ομοιογενής συλλογική απορρόφηση της πληροφορίας, και η συντονισμένη απόκριση σε αυτή, χάθηκε για πάντα καθώς ο κάθε ακροατής/θεατής κοινωνούσε την πληροφορία σε διαφορετικό χρόνο, και με διαφορετικά τρόπο, από κάθε άλλο μέλος της κοινότητας. Το αποτέλεσμα ήταν τα Μέσα να χάσουν τη δύναμη να υποβάλλουν –ή, υπό προϋποθέσεις, και να επιβάλουν- ήρωες.

Ίσως πάλι το «παγκόσμιο χωριό» (ένας ακόμη όρος που χρωστάμε στον McLuhan) και η «δημοκρατική» δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες για όλους, από παντού, που εξασφάλισε η νέα ψηφιακή εποχή, να κυοφορούν πλέον ήρωες νέου τύπου που δεν θα αργήσουν να φανούν· εκτός κι αν είναι ήδη παρόντες αλλά εμείς πρέπει να εκπαιδευτούμε με ένα τρόπο νέο, ώστε να τους αναγνωρίζουμε.

Lenny Kravitz: Black and White America (Roadrunner)


Στο ένατο άλμπουμ της καριέρας του ο 47άχρονος Νεοϋορκέζος ερμηνευτής και τραγουδοποιός παρουσιάζει μια συλλογή δεκαέξι νέων τραγουδιών που μένουν πιστά στο ιδιαίτερο ηχητικό του προφίλ: ένα ρετρό και σύγχρονο μαζί χαρμάνι από αναφορές στη soul του Stevie Wonder, στο funk των Sly & The Family Stone και των Funkadelic, και στο rock των Band Of Gypsys του Hendrix, υλοποιημένο, κατά το δυνατόν, με χρήση «πραγματικών» μουσικών οργάνων (σε αντιδιαστολή με τα ψηφιακά όργανα και τη χρήση Η/Υ).

Παιδί λευκού πατέρα και μαύρης μητέρας ο ίδιος, ο Kravitz αφιερώνει θεματικά το νέο του άλμπουμ σε μια σύγχρονη Αμερική την οποία οραματίζεται να προσπερνά τις φυλετικές διακρίσεις και να είναι αισιόδοξη και ευδιάθετη. «Ο Obama σίγουρα θα βάλει αυτό το άλμπουμ στο iPod του» έγραψε η Entertainment Weekly.
Στο εμπνευσμένο από το dub “Boongie Drop” συμμετέχει ο Jay-Z.
Η ηχογράφηση έγινε στις Μπαχάμες.


Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

David Lynch: Crazy Clown Time (Sunday Best)


Ηχητικά τοπία σκοτεινά, αδιέξοδα· ρυθμοί –ή μήπως θα ‘πρεπε να πω θραύσματα ρυθμών;– ελλειπτικοί, πιο πολύ με βόμβους μοιάζουν και με αντηχήσεις, παρά με κάλεσμα σε οποιουδήποτε είδους χορό· φωνητικά-απαγγελίες έρρινα ή ρομποτικώς παραμορφωμένα, εστιασμένα στην ανάγκη της διήγησης κι όχι στο εκφραστικό δόσιμο του τραγουδιού: όλα αυτά σε ένα άλμπουμ που μοιάζει με σπουδή της ηλεκτρονικής μουσικής βασισμένη στο αρνητικό της φωτογραφίας της.

Εμπνευστής και δράστης του εγχειρήματος είναι ο David Lynch, ο γεννημένος το 1946 Αμερικανός σκηνοθέτης που έγινε διάσημος για την τηλεοπτική σειρά “Twin Peaks” (1990-1991) και τα φιλμ “Blue Velvet” (1986) και “Wild At Heart” (1990), καθώς επίσης για την εκκεντρικότητα της προσωπικότητάς του.

Το “Crazy Clown Time” είναι το πρώτο μουσικό του άλμπουμ, μια προσπάθεια προσωπική στα περισσότερα επίπεδα (φωνητικά, κιθάρα, σύνθεση, παραγωγή) με συμμετοχή της Karen O των Yeah Yeah Yeahs στα φωνητικά (“Pinky’s Dream”).

Προσεγγίστε με δικαιολογημένη περιέργεια αλλά και με προσοχή αυτή την ασυνήθιστη δημιουργία όπου ο Angelo Badalamenti τα πίνει στο ίδιο τραπέζι με τους Radiohead και τους Rammstein.

Hooray For Earth: True Loves (Dovecote)


Ντεμπούτο άλμπουμ για το τετραμελές indie-rock σύνολο από το Μπρούκλιν που ήδη έχει γίνει γνωστό σε ένα περιορισμένο, προς το παρόν, κύκλο χάρη στο EP “Momo” που κυκλοφόρησε πέρυσι το καλοκαίρι και το οπτιμιστικό μουσικό βίντεο “Surrounded By Your Friends”.

Οι Yeasayer και οι MGMT έρχονται εύκολα στο νου ως συνοδοιπόροι των Hooray For Earth σε εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί «αναβίωση» της βασισμένης στα συνθεσάιζερ pop της δεκαετίας του 1980, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την επεξεργασμένη με εφέ αντήχησης φωνή του Noel Heroux και το ζευγάρωμα των γραμμών του μπάσου με τις μελωδίες των πληκτροφόρων οργάνων.

Πρόσθεσε πινελιές new wave (“Bring Us Closer Together”), reggae ρυθμούς (“True Loves”), πνευστά (“No Love”) και στο σύνολο έχεις ένα άλμπουμ και φρέσκο και σύνθετο και ποικίλο και ψυχαγωγικό.


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

The Waterboys: An Appointment With Mr. Yates (Proper)


Όπως άλλωστε και ο τίτλος του δηλώνει, το νέο άλμπουμ του Mike Scott και των Waterboys είναι αφιερωμένο στον Ιρλανδό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα W.B. Yates (1865-1939).

Οι Scott και Yates μοιράζονται πολλά περισσότερα από την κοινή εθνικότητα. Το έργο αμφοτέρων συνδυάζει τη ζωηρή μυθοπλασία με τις πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες. Ακόμα περισσότερο, επί του πρακτέου αποδεικνύεται ότι οι στίχοι του Yates, όπως μελοποιούνται στα 14 τραγούδια του “An Appointment With…”, ταιριάζουν γάντι με το ιδιαίτερο ερμηνευτικό στυλ του Scott.

Η συμπληρωματική αυτή καλλιτεχνική σχέση δεν είναι νέα· το 1988 ο Scott είχε συμπεριλάβει στο άλμπουμ των Waterboys “Fisherman’s Blues” το τραγούδι “The Stolen Child”, με στίχους του Yates, ενώ το 1993 μελοποίησε άλλο ένα ποίημα του βραβευμένου με Νόμπελ Ιρλανδού, το “Love And Death”, που συμπεριλήφθηκε στο πρώτο προσωπικό του άλμπουμ “Dream Harder”.

Από μουσική άποψη το νέο άλμπουμ μένει πιστό στην κελτική folk rock αισθητική που χαρακτηρίζει τον ήχο των Waterboys, εξερευνώντας τον κοινό τόπο που δυνητικά έχουν τα blues με την ιρλανδική παραδοσιακή μουσική και οι ηλεκτρικές μπαλάντες με τη χορευτική εξωστρέφεια (“Sweet Dancer”).

Οι ενορχηστρώσεις υπηρετούν τον καλλιτεχνικό στόχο αποτελεσματικά και χωρίς φλυαρία, ενώ η μόνη επιφύλαξη αφορά στα άχρωμα, στερούμενα πάθους συνοδευτικά φωνητικά της Katie Kim σε ορισμένα από τα τραγούδια.

Ο «ήσυχος Beatle»


Ο Martin Scorsese είναι γνωστός για την ιδιαίτερη σχέση του με τη rock μουσική. Φιλμ όπως το "The Last Waltz" (1977, καταγραφή της αποχαιρετιστήριας συναυλίας που έδωσαν οι The Band με καλεσμένους την αφρόκρεμα των μουσικών της τότε εποχής) και τα αφιερώματα στον Bob Dylan "No Direction Home" (2005) και στους Rolling Stones "Shine A LIght" (2008) κατέχουν μια περίοπτη θέση στην εργογραφία του.


Πρόσφατα, ο βραβευμένος με Όσκαρ Αμερικανός σκηνοθέτης ολοκλήρωσε ένα νέο κινηματογραφικό πόνημα εμπνευσμένο από ένα ακόμα μουσικό του ίνδαλμα, τον πρόωρα εκλιπόντα George Harrison, κιθαρίστα και τραγουδοποιό διάσημο τόσο για τη θητεία του στους θρυλικούς Beatles όσο και για την προσωπική του καριέρα. Τίτλος τού διάρκειας 3,5 ωρών φιλμ είναι "Living In The Material World", δανεισμένος από το ομότιτλο σόλο άλμπουμ του Harrison που κυκλοφόρησε το 1973.

Το γενναιόδωρο σε διάρκεια ντοκιμαντέρ έκανε πρεμιέρα στις 5 Οκτωβρίου στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο HBO και μια μόλις εβδομάδα μετά, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, προβάλλεται ήδη σε αθηναϊκή αίθουσα (όσο να 'ναι τα έχει και τα καλά της η παγκοσμιοποίηση...).
Στη διάρθρωση της ταινίας και στην επιτυχία του τελικού αποτελέσματος σημαντική είναι η συνεισφορά της χήρας του Harrison, Olivia (η οποία επίσης συνυπογράφει την παραγωγή) και μιας πολυμελούς ομάδας από επώνυμους φίλους και συνεργάτες (τα δυο εν ζωή "Σκαθάρια" Paul McCartney και Ringo Starr, ο Eric Clapton, ο Phil Spector, ο Tom Petty, η Yoko Ono κ.ά.) οι οποίοι καταθέτουν μνήμες, εμπειρίες και κρίσεις από τη ζωή τους μαζί του.

Το οπτικό και ακουστικό υλικό είναι άφθονο, συχνά καταιγιστικό, αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας από μια στρατιά συνεργατών σε όλα το διαθέσιμα αρχεία, συμπεριλαμβανόμενων προσωπικών μαγνητοσκοπήσεων του ίδιου του Harrison, που πλέον αποτελούν οικογενειακό κειμήλιο. Τις συνεντεύξεις τις κάνει όχι ο ίδιος ο Scorsese αλλά ο στενός συνεργάτης του Warren Zanes ενώ σημαντική είναι η βοήθεια που προσφέρει στο σκηνοθέτη και ο David Tedeschi, παραγωγός που συρράπτει και συνθέτει τα οπτικοακουστικά μέρη σε ένα λειτουργικό και συναφές "όλον".
Η εξέλιξη της δράσης παρακολουθεί την πορεία του Harrison ως καλλιτέχνη και διανοητή με ενότητα χρόνου, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία. Χωρίζεται σε δυο μέρη.


Το πρώτο μέρος, με διάρκεια λίγο μεγαλύτερη από 90 λεπτά, καλύπτει το διάστημα της νεότητας και της θητείας στους Beatles. Παρατίθενται συνομιλίες με το γιό του Harrison, Dhani, και με το συνεργάτη του στην κινηματογραφική εταιρεία Handmade Films, Ray Cooper, φωτογραφίες από τα πρώτα βήματα των Beatles στο Αμβούργο, και ασφαλώς λάιβ μαγνητοσκοπήσεις των Beatles καθώς έφταναν στο απώγειο της καριέρας τους, όταν -κατά τη διαβόητη φράση του Lennon- έγιναν "διασημότεροι από το Χριστό". Επίσης έγιναν βαθύπλουτοι, πέρα από κάθε φαντασία. Όλα ωστόσο συνέβησαν τόσο γρήγορα που μέσα τους παρέμεναν βασανισμένα παιδιά. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη εκείνης της περιόδου ο Harrison δηλώνει: "Αποκτώντας χρήματα διαπιστώσαμε πως το χρήμα δεν δίνει απαντήσεις". Κι εκεί είναι η αφετηρία μιας αέναης εσωτερικής αναζήτησης που οδήγησε σε πειραματισμούς με τα ψυχωδηλωτικά, τις θρησκείες της Ανατολής, το διαλογισμό, την ινδική μουσική.

Το δεύτερο μέρος ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, λίγο πριν τη διάλυση των Beatles, και καλύπτει γεγονότα σημαντικά όσο τα προσωπικά άλμπουμ του Harrison, το κονσέρτο για το Μπαγκλαντές, τη συνεργασία με την κολεκτίβα των Monty Python, τη δολοφονία του Lennon το 1980, το σχηματισμό των Traveling Wilburys το 1988 (το «σούπερ γκρουπ» με μέλη τους Harrison, Bob Dylan, Jeff Lynne, Roy Orbison, Tom Petty και Jim Keltner) την επίθεση εναντίον του και τον τραυματισμό του με μαχαίρι το 1999, το θάνατό του από καρκίνο στις 29 Νοεμβρίου του 2001.

Ως ραχοκοκαλιά και συνεκτικός ιστός όλου του φιλμ λειτουργεί η αναζήτηση της πίστης και, στο τελευταίο μέρος της ζωής του Harrison, η προετοιμασία για το θάνατο και η συμφιλίωση με την ιδέα του ή, όπως ο ίδιος το έθετε, "η εξάσκηση για την αναχώρηση από το σώμα".
 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Neil Young: My My, Hey Hey (Greek Debt Crisis version)

My my, hey hey
You know Greece is here to stay
It's better to burn out
Than to fade away
My my, hey hey.

Out of the euro and into the drachma
They give you this, but you pay for that
And once you're gone, you can never come back
When you're out of the euro and into the drachma.

Andreas is gone but he's not forgotten
This is the story of GAP & Benny
It's better to burn out than it is to rust
Andreas is gone but he's not forgotten.

Hey hey, my my
You know Greece can never die
There's more to the picture
Than meets the eye.
Hey hey, my my.


Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Ελληνική κρίση χρέους


Δυο διαφορετικές ματιές στην ελληνική κρίση χρέους, η καθεμιά με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της:

"Γιατί την είπες φωνή Πατρίδας;"
του υπουργού οικονομικών Ευ. Βενιζέλου
http://www.tanea.gr/ΕκτύπωσηΆρθρου/?aid=4669112

"Seven Myths about the Greek Debt Crisis"
του καθηγητή Στέργιου Σκαπέρδα
http://www.socsci.uci.edu/~sskaperd/SkaperdasMythsWP1011.pdf

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Dengue Fever: Cannibal Courtship (Fantasy)



Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας ο Καλιφορνέζος κιμπορντίστας Ethan Holtzman επισκέφθηκε την Καμπότζη. Τη γύρισε με ένα σακίδιο στην πλάτη, συλλέγοντας μουσικό υλικό της εποχής πριν από τη δικτατορία των ερυθρών Χμερ, όταν στην πρωτεύουσα Πνομ Πενχ και αλλού ανθούσε μια τοπική σκηνή ψυχεδελικής pop, έντονα επηρεασμένη από τα rock 'n' roll, garage και surf τραγούδια που μετέδιδαν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων.

Επιστρέφοντας στο Λος Άντζελες αποφάσισε μαζί με τον αδερφό του Zac Holtzman (κιθάρες, φωνητικά) και μια ομάδα φίλων μουσικών σε μπάσο, ντραμς, σαξόφωνα και κίμπορντς να φτιάξει ένα γκρουπ για να παίξει αντίστοιχη μουσική: άμεσα οικεία, νοσταλγική, αλλά και ταυτόχρονα απόλυτα νέα και φρέσκια, στυλάτη, διασκεδαστική, χιουμοριστική στο όριο του σουρεαλιστικού. Με τη συμμετοχή και της τραγουδίστριας Ch'hom Nimol, μιας Απωανατολίτισσας Fairuz που τη συνάντησαν στην κοινότητα Καμποτζιανών μεταναστών του Λονγκ Μπιτς, εγένοντο Dengue Fever.

Το νέο τους άλμπουμ "Cannibal Courtship", αν και υπολείπεται σε ερμηνευτικό παροξυσμό και υποβολή έντονων συναισθημάτων του εξαιρετικού "Venus On Earth" (Real World, 2008), αποτελεί μια νέα, σταθερά ενδιαφέρουσα και ευπρόσδεκτη όψη του υπερ-εθνικού pop ηχητικού καμβά επί του οποίου -με πινελιές folk rock, afrobeat, acid, country- απεικονίζονται τραγούδια γλυκόπικρα, που σερφάρουν πάνω σε αφρισμένα punk-rock κύματα, κολυμπάνε μέσα στο swing χάλκινων πνευστών, και φοράνε σκούρα γυαλιά για να προστατέψουν τα μάτια τους από τη λάμψη της έμπνευσης.


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Nick Lowe: The Old Magic (Yep Roc)


Δεν είναι ασυνήθιστο για τους ερμηνευτές του rock, σε μια ύστερη φάση της καριέρας τους, να επιχειρούν μια καλλιτεχνική αναγέννηση αναζητώντας ένα προφίλ πιο "σοβαρο" και "ώριμο". Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αποτελέσματα κυμαίνονται από συζητήσιμα (πχ η αναχώρηση του Αγγελάκα στο πεδίο της σύγχρονης έντεχνης μουσικής) ως άστοχα (ο Iggy Pop ως... Serge Gainsbourg στο άλμπουμ "Preliminaires" τού 2009).

Υπάρχουν βέβαια και θρίαμβοι· σπάνιοι, αλλά θρίαμβοι.
Η περίπτωση του Johnny Cash για παράδειγμα, και των ηχογραφήσεων στην American με παραγωγό τον Rick Rubin· καθώς επίσης η περίπτωση του Nick Lowe.

Με το "At My Age" του 2007 και με το νέο του άλμπουμ "The Old Magic" ο σπουδαίος Βρετανός τραγουδοποιός και ερμηνευτής του new wave των 1970s επανακάμπτει ως crooner τύπου –και, ας μου επιτραπεί, επιπέδου– Nat King Cole ή Jim Reeves με ρεπερτόριο που καλύπτει country μπαλάντες, soul, rhythm & blues, ρετρό lounge exotica, χαλαρού βηματισμού honky tonk, doo-wop.

Μεγάλο το ταλέντο του Lowe και, δυστυχώς, ελάχιστα εκτιμημένο από το πλατύ κοινό. 



Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Gianluigi Trovesi: Dedalo (Enja)


"Κέφι!" αναφωνεί ο Gianluigi Trovesi έχοντας ανά χείρας το σαξόφωνο και το κλαρινέτο, και η WDR Big Band μαζί με τον Markus Stockhausen (τρομπέτα, φλίγκελχορν), τον Tom Rainey (ντραμς) και τον Fulvio Maras (κρουστά, εφέ) απογειώνεται για μια παραληρηματική πτήση στις σφαίρες του dixieland, του καμπαρέ, του vaudeville, των bel canto, της μπαρόκ φούγκας, της ιταλικής folk παράδοσης, του αφροαμερικανικού αυτοσχεδιασμού, του ευρωπαϊκού ελιτισμού.

Στο "Dedalo" ο Trovesi, που γεννήθηκε το 1944 στο Nembro της βόρειας Ιταλίας και θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της ιταλικής jazz των ημερών μας, επιχειρεί για πρώτη φορά στην πολυκύμαντη καριέρα του την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση ορισμένων από τις καλύτερες συνθέσεις του για ερμηνεία από ορχήστρα με την "κλασική" σύνθεση μιας big band.

Το αποτέλεσμα είναι ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος και ταυτόχρονα ένα συνώνυμο της διασκέδασης.


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011

Fucked Up: David Comes To Life (Matador)




Εξαμελές σύνολο από το Τορόντο, στο τρίτο άλμπουμ του. Όποιο ηχητικό απόσπασμά του κι αν απομονώσεις, άμεσα θα αναγνωρίσεις την punk ταυτότητα: παθιασμένη, επιθετική φωνητική ερμηνεία από τον επιβλητικής σωματικής διάπλασης Damian Abraham (με δεύτερα φωνητικά από τις Jennifer Castle και Madeline Follin των Cults), εκρηκτικά πλαισιωμένη από έναν συμπαγή τοίχο-από-ηλεκτρικό-ήχο σε τραγούδια που εκβιάζουν την προσοχή και κόβουν την ανάσα όσο οι καλύτερες στιγμές των Husker Du, του Henry Rollins και των Bad Religion.

Τα ακόμα καλύτερα –και τα πραγματικά αναπάντεχα– έρχονται όταν εξετάσεις το άλμπουμ ως ολότητα: μια «όπερα» με διάρκεια που πλησιάζει τα 80 λεπτά και την οποία απαρτίζουν 18 τραγούδια οργανωμένα σε τέσσερις ενότητες.

Πιάνο, ακουστική κιθάρα, μελωδίες με art-rock προφίλ κάνουν πιο ανάλαφρο το σαρωτικό hardcore καλπασμό από τις τρεις ηλεκτρικές κιθάρες σε ένα θρίαμβο της μετά-το-μοντέρνο εποχής όπου στυλ αντίθετα όσο το punk και η progressive εκδοχή τού rock ενώνονται αποδίδοντας κάτι νέο, λειτουργικό, και αισθητικά ελκυστικό.

Καθόλου παράξενο που οι επίσης Καναδοί πατριάρχες του post-rock, Arcade Fire, έχουν στο παρελθόν καλέσει τους Fucked Up να τους συνοδεύσουν σε περιοδείες τους. Παρεμπιπτόντως τα λάιβ των Fucked Up φημολογούνται ως χαοτικά (σε ένα σόου του 2008 έπαιζαν επί δώδεκα ώρες) οπότε αν στο πλαίσιο κάποιας ευρωπαϊκής περιοδείας τύχει και περάσουν κι από εδώ… σπεύσατε.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Moby: 18 (Mute)


Με λένε Moby.

Τραβιέμαι με τη μουσική εδώ και δυο-τρεις δεκαετίες.
Έχω αποδείξει ότι είμαι πολύ καλός σε πολλά: techno, house, punk, ambient, σκληρό κιθαριστικό rock.
Με το "Play", το άλμπουμ μου του 1999, πέτυχα να βρω μια ιδανική συνταγή για ονειρικούς ρυθμούς γραμμένη στη γλώσσα της electronica.

Όπως το περίμενα, σχεδόν όλα τα κομμάτια του άλμπουμ εκείνου έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Το πιο δυνατό τους χαρακτηριστικό αποδείχθηκε ότι ήταν η ονειρική, κινηματογραφική τους αίσθηση, με άμεσο αποτέλεσμα την αξιοποίησή τους στην ηχητική επένδυση διαφημίσεων (και, ασφαλώς, την ακόλουθη περαιτέρω προβολή τους).

Με το "Play" έβγαλα πολλά λεφτά. Μου άρεσε αυτό. Δεν είναι κακό να βγάζεις λεφτά. Κακοί είναι οι περισσότεροι από τους ευρέως διαδεδομένους τρόπους για να το επιτύχεις. Αποφάσισα λοιπόν να φτιάξω ένα καινούριο άλμπουμ, που να είναι όπως το "Play". Όχι ίδιο, αλλά όμοιο. Η απόλυτα φυσική του συνέχεια. Για να μην αφήσω μάλιστα τις κακές γλώσσες να λένε ότι στέρεψε η έμπνευσή μου και τα σχετικά, το έκανα γενναιόδωρο σε διάρκεια, με 18 κομμάτια που ανταποκρίνονται πλήρως στις ποιοτικές σας απαιτήσεις από εμένα με βάση τη μέχρι σήμερα καλλιτεχνική μου πορεία.

Καταλαβαίνετε λοιπόν τώρα γιατί σας κοιτάζω με τέτοιο καμάρι από το εξώφυλλό του, ντυμένος αστροναύτης (εντάξει, το ξέρετε ότι πάντα μου άρεσε να σας δουλεύω λιγάκι), καθώς σπεύδετε κατά εκατομμύρια να το αγοράσετε.

Μαμά, δεν είμαι καταπληκτικός; Είδες που μου έλεγες να γίνω δικηγόρος;


Lou Reed: Perfect Night Live In London (Reprise)


Στην κατά-Lou Reed «τέλεια νύχτα» το Χθες τινάζει τη σκόνη από τα πέτα του σακακιού του, χτενίζει με τα δάχτυλα τα μαλλιά και μπαίνει με το κεφάλι ψηλά στην πολύφωτη σάλα του χορού που δίνει το Σήμερα.

Τα τραγούδια μοιάζουν να έρχονται από παντού: “I'll Be Your Mirror” από την περίοδο των Velvet Underground (1967), “Vicious” και “Perfect Day” από το “Transformer” (1972), “Kids” από το «Berlin» (1973), “Coney Island Baby” και “New Sensations” από τα ομώνυμα άλμπουμ του 1976 και του 1984 αντίστοιχα, “Dirty Blvd” και “Busload Of Faith” από το “New York” (1989), “Sex With Your Parents” και “Riptide” από “Set The Twilight Reeling” (1996) αλλά και τρία νέα κομμάτια από μια θεατρική συνεργασία με τον Robert Wilson. Τραγούδια σπουδαία, σε κινήσεις κυκλωτικές, που δίχως κόπο αιφνιδιάζουν και ταρακουνούν κάθε ακροατή βαριεστημένο από τις όλο και πιο προβλέψιμες εκφάνσεις της «τρέχουσας παραγωγής».

Η ακουστική προσέγγιση βοηθά τα μέγιστα, καθώς αποκαλύπτει την εκθαμβωτική φλέβα της τραγουδοποιίας του Reed και ξεγυμνώνει τον πυρήνα της έμπνευσης στιγμών από τις κλασικές της pop και rock ιστορίας, φωτίζοντας το χώρο της ακρόασης με τη λάμψη και την αύρα που χαρακτηρίζουν τους ελάχιστους, αληθινά μεγάλους.

Η «Τέλεια Νύχτα» έλαβε χώρα στο Royal Festival Hall του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1997, η δε ηχογράφηση αιχμαλώτισε τη μαγεία της βραδιάς σαν τζίνι στο μπουκάλι.



Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

The Magnetic Fields: Get Lost! (Setanta)



Άλλο και τούτο! Σπρώχνω την πόρτα ενός σαλούν του Νάσβιλ και μπαίνω σε μια σάλα όπου οι γελαδάρηδες τα πίνουν με υπόκρουση νεορομαντικούς σύνθυ-pop ήχους του '80!
Στη θέση του αλεξίσφαιρου πιανίστα, επικεφαλής του πενταμελούς σχήματος των Magnetic Fields, ο πολυπράγμων Νεοϋορκέζος Stephin Merritt, υπονομευτής κάθε rock στερεότυπου και επαγγελματίας ερασιτέχνης, σε ιστορίες πράου λυρισμού και ξεσπαθωμένης φαντασίας.

Ενώ σκουπίζει τον πάγκο με την πετσέτα του, ο μπάρμαν σκύβει και μου εμπιστεύεται πως παίζουν τα τραγούδια του πέμπτου δίσκου τους.
Μπα!, λέω. Με τέτοια αμεσότητα πρωτολείου; Για βάλε ακόμη ένα διπλό, να τους ακούσουμε και στο υλικό του συνοδευτικού μπόνους CD.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Γιατί "Μυστήριο Τρένο";


Train train, comin' 'round, 'round the bend

Σωστό είναι να κάνουμε τις συστάσεις.

“Mystery Train” είναι ο τίτλος ενός τραγουδιού των Herman (Junior) Parker και Sam Phillips που έκανε επιτυχία ο Elvis Presley το 1955. 





Ήταν το τελευταίο σινγκλ που ηχογράφησε για την ιστορική δισκογραφική του Μέμφις Sun Records. Ταυτόχρονα υπήρξε η πρώτη του κυκλοφορία που ανέβηκε στο Νο.1 του πίνακα επιτυχιών, ανοίγοντας το δρόμο για το συμβόλαιο συνεργασίας του με την RCA, την ακόλουθη τεράστια επιτυχία του και την ευρύτατη διάδοση του rock ‘n’ roll.


Δεν είναι τυχαίο που ο Greil Marcus δίνει, συμβολικά, τον ίδιο τίτλο με το τραγούδι εκείνο στο βιβλίο του “Mystery Train” (Plume, 1975), ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ με αφορμή και αντικείμενο το ροκ.





“Mystery Train” είναι επίσης ο τίτλος του φιλμ που γύρισε το 1989 ο Jim Jarmusch με βασικό άξονα της πλοκής την εμμονή ενός ζευγαριού νεαρών Απωανατολιτών με την Αμερική της δεκαετίας του 1950 και τη δυτική κουλτούρα έτσι όπως εκφράστηκε –και μυθοποιήθηκε– μέσω του rock ‘n’ roll.

Συνεπώς ο τίτλος «Μυστήριο Τρένο» μπορεί, μεταφορικά, να δώσει το στίγμα μιας ενότητας περιεχομένου που ψάχνει, φιλτράρει, σχολιάζει,  προτείνει πολιτιστικές εκφράσεις μέσα από «προϊόντα» όπως είναι οι δίσκοι, οι ταινίες, οι συναυλίες, οι εκδόσεις, οι ιντερνετικοί τόποι κλπ προκειμένου να θέσει το πλαίσιο μιας δημόσιας ανάρτησης (και, σε ένα δεύτερο βήμα, συζήτησης), θέμα της οποίας είναι η ζωή με-και-για τη μουσική που αγαπάμε.
Παράλληλα στην ενότητα αυτή θα αναφερόμαστε επιλεκτικά και στις εξελίξεις από το χώρο της μουσικής αλλά και της εκδοτικής βιομηχανίας, κλάδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας που είναι αλληλένδετοι με τις πολιτιστικές δράσεις και εξελίξεις.

Υπάρχει βέβαια και μια ακόμα προσέγγιση, με έρεισμα στη «δική μας» αργκό, που μπορεί να έχει ή να μην έχει καταβολή στο τραγούδι του Elvis: Λέγοντας στην καθομιλουμένη «μυστήριο τρένο» (πχ «αυτός ο τύπος είναι μυστήριο τρένο») εννοούμε τον άνθρωπο εκείνο που έχει μια ιδιαίτερη, και ίσως κάπως ανεξιχνίαστη, προσωπικότητα. Δεν είναι απαραίτητα χειρότερος ή καλύτερος από τους υπόλοιπους, είναι όμως διαφορετικός, με αντιλήψεις και ενδιαφέροντα που ξεφεύγουν από το μέσο όρο, από τα συνηθισμένα ή τα αναμενόμενα, ίσως πιο κριτικός και εκλεκτικός στον τρόπο με το οποίο αξιολογεί τα πράγματα, με κεραίες τεντωμένες στην αναζήτηση του νέου, του ασυνήθιστου, του ριζοσπαστικού.
Όπως δηλαδή (θα) είναι και η θεματολογία αυτού του ιστολογίου-οχήματος ειδήσεων και ιδεών, που, έπειτα από ένα διάστημα αποκλειστικής φιλοξενίας στις σελίδες του περιοδικού HiTECH, αφήνεται πλέον ως ψηφιακό μήνυμα στο μπουκάλι στον εξ ορισμού οικείο χώρο του.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Τριάντα Χρόνια MTV


Ήταν ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 1ης Αυγούστου του 1981 όταν ξεκίνησε η πρώτη μετάδοση του MTV, ενός τηλεοπτικού καναλιού με αποκλειστικό περιεχόμενο μουσικά κλιπ σε πρόγραμμα που κάλυπτε 24 ώρες την ημέρα, επτά μέρες τη βδομάδα. Αφού ακούστηκε η λιτή αλλά και περιεκτική εισαγωγή “κυρίες και κύριοι… rock ‘n’ roll!” το πρώτο τραγούδι που μετέδωσε ήταν το “Video Killed The Radio Star” του βρετανικού pop συνόλου Buggles.

Το κοινό στο οποίο στόχευε το MTV ήταν κυρίως έφηβοι και νεαροί ενήλικες, παιδιά που είχαν μεγαλώσει σε ένα προστατευμένο και με πολλές παροχές περιβάλλον και που, στην επιδίωξή τους να διαχωρίσουν τη θέση τους από εκείνη των γονιών τους, αναζητούσαν σημεία αναφοράς που να μπορούν να λειτουργήσουν ως πόλοι ομαδοποίησης και ανάπτυξης ιδιαίτερης κοινωνικής ταυτότητας.
Η ύπαρξη, για πρώτη φορά, ενός μέσου που εξασφάλιζε σημαντική και διαρκή προβολή στα μουσικά βίντεο έδωσε μεγάλη ώθηση στην παραγωγή των βιντεοκλίπ, ανέδειξε ταλαντούχους σκηνοθέτες αλλά και ενθάρρυνε με πολλούς τρόπους τη μετεξέλιξη των μουσικών βίντεο από στοιχειώδεις οπτικοποιήσεις τραγουδιών, που υπήρξαν αρχικά, σε μια νέα μορφή τέχνης με ιδιαίτερη έμφαση στην αισθητική της εικόνας. Παράλληλα πρόσφερε ένα πρώτης τάξης, στοχευμένο και αποτελεσματικό εργαλείο προώθησης ρεπερτορίου στα τμήματα marketing των δισκογραφικών εταιρειών, η βέλτιστη αξιοποίηση του οποίου συνέβαλε πολύ στην επιτυχία συνόλων όπως οι Duran Duran αλλά στη δημιουργία «φαινομένων» όπως η Madonna.
Ξαναδιατρέχοντας νοερά τη μέχρι σήμερα ιστορία του MTV, με αφορμή τα τριακοστά του γενέθλια, ως σημαντικότερες επιτυχίες του θα σημειώναμε τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξε στην προβολή και καθιέρωση μουσικών ρευμάτων όπως το hip-hop (στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980) και το εναλλακτικό rock (τη δεκαετία του 1990) αλλά και την ανάδειξη ενός νέου τύπου τηλεοπτικού παρουσιαστή, του “vj” (“video-jockey”, κατά το “disc-jockey”).
Σε κάποιες από τις στιγμές της ιστορίας του MTV που ξεχώρισαν θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

2 Δεκεμβρίου 1983

Λίγους μήνες νωρίτερα το “Billie Jean” του Michael Jackson ήταν ένα από τα πρώτα κλιπ έγχρωμου καλλιτέχνη που προβλήθηκε με μεγάλη συχνότητα επανάληψης στο πρόγραμμα του MTV, όμως το “Thriller” ήταν εκείνο που, στα τέλη του 1983, έδωσε νέα καλλιτεχνική έννοια στον όρο «μουσικό βίντεο», με ένα διάρκειας 13 λεπτών κολάζ από ταινίες τρόμου της δεκαετίας του 1950, που είχε την υπογραφή του σκηνοθέτη John Landis. Στο Βιβλίο Ρεκόρ Γκίνες είναι καταγεγραμμένο ως το πιο επιτυχημένο μουσικό βίντεο στην ιστορία του Μέσου.
Μεταγενέστερα ο Jackson θα συνεργαζόταν επίσης με σκηνοθέτες όπως ο Martin Scorsese (στο βιντεοκλίπ του “Bad”), ο John Singleton (“Remember the Time”), ο Spike Lee (“They Don’t Care About Us”) και ο David Fincher (“Who Is It”) ενώ στον Francis Ford Coppola ανάθεσε τη σκηνοθεσία του “Captain EO”, ενός τρισδιάστατου μιούζικαλ που παίχτηκε στα θεματικά πάρκα της Disney.

1 Ιανουαρίου 1985

Η επιτυχία που σημείωσε η δημιουργία ενός μουσικού καναλιού για τη νεολαία οδήγησε στην απόφαση για το ξεκίνημα ενός «αδερφού» καναλιού για το κοινό των πιο «ώριμων» ηλικιακά ακροατών. Έτσι γεννήθηκε το VH1.

10 Μαρτίου 1986

Το εναλλακτικό rock είχε ελάχιστη παρουσία στο πρόγραμμα του MTV μέχρι που άρχισε η δίωρη εκπομπή “120 Minutes”, στην οποία χρωστά πολλά η άνθιση του “indie-rock” και το πέρασμά του στο κύριο ρεύμα των αρχών της δεκαετίας του 1990.

1989

Στον απόηχο του ανανεωμένου ενδιαφέροντος για τους επηρεασμένους από την folk καλλιτέχνες του τέλους των 1980s έγινε το ντεμπούτο της σειράς “MTV Unplugged” στα επεισόδια της οποίας μουσικοί και σύνολα της ηλεκτρικής μουσικής παρουσίαζαν επιτυχίες τους σε απογυμνωμένες διασκευές, με χρήση αποκλειστικά ακουστικών οργάνων. Αρκετές από αυτές κυκλοφόρησαν στη συνέχεια ως μουσικά άλμπουμ. Ένα από τα πιο διάσημα ήταν το “Unplugged In New York” των Nirvana, που κυκλοφόρησε το 1993.

22 Σεπτεμβρίου 1992

Με έντεκα χρόνια ιστορίας στο ενεργητικό του το MTV ήταν πλέον αρκετά ώριμο για αυτοκριτική. Το έπραξε με τη σατιρική σειρά “Beavis and Butt-head” που μεγέθυνε με διασκεδαστικό τρόπο τις ιδιαιτερότητες που είχε η δημογραφική ομάδα των θεατών-οπαδών του MTV.

1992
Πρώτη μετάδοση του “The Real World”, που υπήρξε το πρώτο τηλεπαιχνίδι της κατηγορίας “reality”.

1 Ιουλίου 1997
Με την έναρξη λειτουργίας των “MTV UK” και “MTV Ireland” άρχισε να ξεδιπλώνεται μια σειρά «τοπικών» καναλιών με προσαρμοσμένο ρεπερτόριο, που αριθμεί σήμερα πάνω από 40 τηλεοπτικούς σταθμούς σε χώρες όπως το Πακιστάν, η Νορβηγία και η Κορέα.

2003

Στα Μουσικά Βραβεία MTV του 2003 η Madonna, ντυμένη «γαμπρός», δίνει στις δυο «νύφες» Britney Spears και Christina Aguilera εκείνο οι Βρετανοί ψήφισαν ως «καλύτερο φιλί της δεκαετίας».

12 Σεπτεμβρίου 2010

Στα Μουσικά Βραβεία Βίντεο του 2010 η Lady Gaga εμφανίζεται με «φόρεμα» φτιαγμένο από… κρέας. Έντονες διαμαρτυρίες από τις φιλοζωικές οργανώσεις και αφορμή για τρελό πάρτι στα Μέσα ενημέρωσης.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Vijay Iyer with Prasanna & Nitin Mitta: Tirtha (Act)



Στα σανσκριτικά “Tirtha” σημαίνει «διάβαση ποταμού» κι αυτός είναι ο τίτλος που επιλέγουν τρεις ινδικής καταγωγής Αμερικανοί μουσικοί για το ντεμπούτο άλμπουμ της συνεργασίας τους, δίνοντας ένα πρώτο στίγμα του fusion προσανατολισμού και των νεωτερικών δημιουργικών και ερμηνευτικών τους προθέσεων.
Πρόκειται για τον πιανίστα Vijay Iyer, τον κιθαρίστα Prasanna και τον ερμηνευτή κρουστών (tabla) Nitin Mitta οι οποίοι αναζητούν «τον ήχο μιας νέας πραγματικότητας» (κατά δήλωση του ίδιου του Iyer) σε γειτονιές διαφορετικές όσο η κλασική ινδική παράδοση, ο μινιμαλισμός του Steve Reich, το swing του Duke Ellington, το bebop του Bud Powell.
Παρότι απαιτητικό σε όρους προσήλωσης, εξερευνητικής διάθεσης, και δεκτικότητας για το γόνιμα διαφορετικό, το “Tirtha” θα επιστρέψει σε όσους το εμπιστευτούν πολύ περισσότερα από εκείνα που ζητάει.




Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Kate Bush: Director’s Cut (Fish People)



Δύσκολο να ερμηνευτεί η κίνηση αυτή της Kate Bush, ειδικά από εμάς που περιμένουμε από αυτή πάντα και μόνο το καλύτερο. Αντί για μια νέα, επίκαιρη μουσική πρόταση με τη σφραγίδα του σπάνιου ταλέντου της, όπως για παράδειγμα εκείνη που είχε επιχειρήσει στο “Aerial” του 2005, στο νέο της άλμπουμ επιστρέφει στο υλικό των παλαιότερων κυκλοφοριών της “The Sensual World” (1989) και “The Red Shoes” (1993) και επιχειρεί μια αναδόμηση τεσσάρων τραγουδιών από το πρώτο και επτά από το δεύτερο.
Η 52άχρονη Αγγλίδα τραγουδίστρια, πιανίστρια και τραγουδοποιός ηχογράφησε εκ νέου κάποια μέρη που δεν την ικανοποιούσαν πια ενώ διατήρησε άλλα. Όλα τα φωνητικά και τα ντραμς αντικαταστάθηκαν με νέες ερμηνείες ενώ τρία τραγούδια επανηχογραφήθηκαν στο σύνολό τους· ανάμεσά τους το “This Woman’s Work” και το “The Sensual World”, που πλέον έχει νέο τίτλο “Flower of the Mountain” και περιλαμβάνει στίχους του Ιρλανδού James Joyce.
Πιστή στη συνήθειά της να καλεί επιλεγμένους ερμηνευτές για συμμετοχή στα άλμπουμ της, η Bush συγκεντρώνει στο Director’s Cut μια ομάδα επώνυμων συνεργατών μεταξύ των οποίων ο Danny Thompson στο μπάσο και η Mica Paris σε δεύτερα φωνητικά.
Γέρνω λοιπόν πίσω, την απολαμβάνω να αξιοποιεί ένα ευρύ οπλοστάσιο στιλιστικών προφίλ και υποστηρικτικών μέσων και να συνδυάζει σε μια εύθραυστη αλλά βέλτιστη ισορροπία την καλλιτεχνική τόλμη με την pop δεξιοτεχνία, προσπερνώ τις αρχικές μου ενστάσεις, και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τον Alexis Petridis που γράφει στην Guardian: «η Kate Bush έχει κερδίσει το δικαίωμα να κάνει οτιδήποτε επιθυμεί». 


Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

tUnE-yArDs: Who Kill (4AD)


Οι tUnE-yArDs αποτελούν μουσικό πρότζεκτ της Merrill Garbus, μιας 32άχρονης Αμερικανίδας από το Όκλαντ που προφανώς… της αρέσουν τα δύσκολα και τα σύνθετα. 
Φιλόδοξο, τολμηρά πειραματικό και ξέχειλο από μουσικές ιδέες, το “Who Kill” είναι το δεύτερο άλμπουμ της μετά το “Bird-Brains”. Σε σχέση με τον πρωτόλειο και πρωτόγονο χαρακτήρα του προ διετίας ντεμπούτο αποτελεί ένα βήμα μπροστά προς τη διάπλαση μιας ριζοσπαστικής μουσικής πρότασης, οι ενορχηστρώσεις της οποίας αξιοποιούν σύνθι σε βρασμό, γιουκαλίλι, σαξόφωνα, όρθιο μπάσο, κοφτές punk κιθάρες, industrial κρουστά και scat φωνητικά α-λα Meredith Monk για να υφάνουν ένα μαγικό μουσικό χαλί-πανόραμα ηχητικών αποχρώσεων: soul, R&B, πρώιμο hip-hop, funk και afrobeat, reggae, doo-wop· η καταγραφή χάνει το νόημά της όταν –σύντομα, πολύ σύντομα– συνειδητοποιείς πως το πιο αναπάντεχο μουσικό προφίλ μπορεί κάλλιστα να πεταχτεί (και πετάγεται) από την κάθε επόμενη γωνιά της περιπλάνησης.