Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα CD Review. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα CD Review. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

Paul Weller - Wake Up The Nation

 

Χωρίς αμφιβολία ο Paul Weller είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της βρετανικής μουσικής σκηνής των τελευταίων 35 χρόνων: Εμβληματική μορφή του punk με τους Jam στα τέλη των 1970s, πρωτεργάτης της mod αναβίωσης των 1980s και άριστος εκφραστής της λευκής soul με τους Style Council, αλλά επίσης διακεκριμένος για την προσωπική καριέρα, που ακολούθησε στη συνέχεια. Καρποί της τελευταίας τα εννέα στούντιο άλμπουμ, από το φερώνυμο σόλο ντεμπούτο του 1992 μέχρι το πρόσφατο “Wake Up The Nation”. 

Πριν περάσουμε στο πρόγραμμα της ακρόασης, ας αφιερώσουμε λίγες γραμμές στη φάση της ζωής και της καριέρας που βρίσκεται το 2010 ο Weller. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική του εμφάνιση μόνο οι ρυτίδες στο πρόσωπό του προδίδουν τα 52 του χρόνια. Πάντοτε κομψά ντυμένος και κουρεμένος με στιλ (μια φορά mod, πάντοτε mod!), αδύνατος, ενεργητικός, μοιάζει περισσότερο με αιώνιο έφηβο παρά με μεσήλικο. Απεχθάνεται τους υπολογιστές και θεωρεί τα e-mail υπεύθυνα για το γεγονός ότι έχουμε σταματήσει να συζητάμε. Ούτε και τα CD συμπαθεί· δεν μπορεί να χωνέψει πώς ξεχάσαμε τους τίτλους των τραγουδιών και μιλάμε πια μόνο για “Track 4” και “Track 13”. 

Τα νέα από την προσωπική του ζωή δεν είναι ευχάριστα. Λίγο πριν την κυκλοφορία αυτού του δίσκου έχασε τον  πατέρα του, John (ο οποίος εκτελούσε και χρέη μάνατζερ για το γιό του, ήδη από τις ημέρες των Jam) και χώρισε από την επί 13 χρόνια συμβία του, Sammy. 

Στο “Wake Up The Nation” 16 τραγούδια στριμώχνονται σε 40 λεπτά.
Η μουσική συχνά κινείται στο πειραματικό άκρο της παραγωγής των Jam ενώ άλλες φορές θυμίζει Bowie της εποχής του “Low” (μάλιστα στους στίχους του τραγουδιού “Andromeda” ο Weller επανδρώνει ένα διαστημόπλοιο και… εγκαταλείπει τον πλανήτη μας).
Το άλπμουμ δεν έχει τον εσωστρεφή χαρακτήρα του αμέσως προηγούμενου “22 Dreams”, μοιράζεται όμως με εκείνο την avant garde διάθεση· τη φορά αυτή ωστόσο αντί για folk αναζητήσεις το ενδιαφέρον στρέφεται στην rock και soul ψυχή της μουσικής.
Σημαντικός για τη διαμόρφωση του διαφορετικού ήχου είναι ο ρόλος που έχει παίξει ο παραγωγός και επί χρόνια συνεργάτης του Weller, Simon Dine. Παρά την εκτεταμένη χρήση «πραγματικών» οργάνων η παραγωγή ωφελείται πολύ από τις ευκολίες των σύγχρονων στούντιο ηχογραφήσεων χρησιμοποιώντας πολλά πρόσθετα εφέ. 

Αν και οι Weller και Dine είναι και οι δυο ερμηνευτές ποικιλίας οργάνων, στην ηχογράφηση καλούνται να συμμετάσχουν αρκετοί επιπλέον μουσικοί, όπως ο κιθαρίστας Kevin Shields (των My Bloody Valentine) και οι ντράμερ Bev Bevan (των The Move) και Clem Cattini (72 ετών, γνωστός ως μέλος των Tornadoes καθώς και από τις συμμετοχές του σε δεκάδες Νο.1 ηχογραφήσεις). Μια ευρύτερη διαπίστωση είναι ότι ο Weller στο νέο του άλμπουμ φαίνεται να έχει τη διάθεση να δώσει στο πιάνο πρωταγωνιστικό ρόλο, παράλληλα με την κιθάρα. Όσον δε αφορά στους στίχους, οι περισσότεροι γράφηκαν «αυτόματα» κατά τη διαδικασία της ηχογράφησης. 

Μια ματιά στα επιμέρους τραγούδια είναι ενδεικτική της ηχητικής ποικιλίας ενός άλμπουμ που δεν φοβάται να δοκιμάσει, συντηρώντας διαρκώς μια αίσθηση επείγοντος και καίριου: 

Το “Moonshine”, με το οποίo ξεκινά το άλμπουμ, είναι ένα ηλεκτρικό r&b κομμάτι. Το “Trees”, μια σουίτα με πέντε μέρη αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα του Weller, αλλάζει πρόσωπα αιφνιδιαστικά (πιανιστική μπαλάντα τύπου Νέας Ορλεάνης, ψυχεδέλεια, electronica, soul). Ο funk χαρακτήρας του ομότιτλου με το άλμπουμ κομματιού κοσμείται με κιθάρες και ντέφι. Το “Two Fat Ladies” παντρεύει το music hall με Beatle-ική βρετανική ψυχεδέλεια της εποχής του “Revolver”. Το “No Tears Left To Cry” θυμίζει τη soul pop των 1960s. Ο soul rock ρυθμός του “Aim High” παραπέμπει στον Bobby Womack. Στο “7 & 3 Is The Striker’s Name” το blues rock αλά Bo Diddley συναντιέται με τη free jazz ανεξαρτησία και με τους κοινωνικά και πολιτικά μαχητικούς στίχους. Το αργό βαλς ιντερλούδιο “In Amsterdam” συνδυάζει τη νοσταλγία με την εγρήγορση και το “Whatever Next” ονειρικά έγχορδα με χαλαρές γραμμές του μπάσου. Τέλος στο “Fast Car, Slow Traffic”, με τη γρήγορη-αργή-γρήγορη ανάπτυξη, μπάσο παίζει ο Bruce Foxton, πρώην μέλος των Jam, παρέχοντας μια -κυριολεκτικά και μεταφορικά- «σύνδεση με τα προηγούμενα».

 

In Free Fall – A Tribute to Costas Yiannoulopoulos

 


Το “In Free Fall” αποτελεί την πρώτη δισκογραφική κυκλοφορία που είναι αποκλειστικά αφιερωμένη σε έναν Έλληνα δημοσιογράφο του μουσικού χώρου, τον Κώστα Γιαννουλόπουλο. 

Ακούγοντας τα τρία CD, με 24 κομμάτια, ακυκλοφόρητα πριν και μάλιστα στην πλειονότητά τους γραμμένα ειδικά για το αφιέρωμα αυτό, ξεφυλλίζοντας το συνοδευτικό ένθετο, παρατηρώντας τις φωτογραφίες και διαβάζοντας τα κείμενα που του αφιερώνουν φίλοι και συνεργάτες, καθένας μπορεί να καταλάβει το γιατί. 

Ο Γιαννουλόπουλος είχε εξαρχής τάξει τον εαυτό του στην jazz. Μόνο που στην Ελλάδα, πέρα από μεμονωμένες παρουσίες και προσπάθειες, jazz σκηνή δεν υπήρχε. Έπρεπε να τη δημιουργήσει ο ίδιος. Και το έκανε: οργανώνοντας φεστιβάλ (Praxis 1980-1987)· διευθύνοντας δισκογραφική εταιρεία (Soundwave)· εκδίδοντας βιβλία (Jazz 1900-1990, Οδηγός Δίσκων Τζαζ)· εκδίδοντας περιοδικά (Τζαζ)· δημοσιογραφώντας (Τα Νέα, Ήχος)· κάνοντας ραδιοφωνικές παραγωγές (Δεύτερο, Τρίτο, Top FM)· ιδρύοντας και διευθύνοντας ένα εξειδικευμένο jazz ραδιόφωνο (Jazz FM, 1991-1996). 

Μέχρι που ήλθε πρόωρα ο θάνατός του, σε ηλικία 49 ετών, το Νοέμβριο του 1997. 

Στο αφιέρωμα συμμετέχουν πολλοί καλλιτέχνες, Έλληνες και ξένοι, τζαζίστες και κλασικοί, έθνικ και λόγιοι, με μουσικές από εκείνες που ο Γιαννουλόπουλος συνήθιζε να ακούει και να παίζει στις εκπομπές του: Μηνάς Αλεξιάδης, Anastasia, Ross Daly, Ανδρέας Γεωργίου, Harmut Geerken, Βαγγέλης Κατσούλης, Γιώργος Μαγκλάρας, Kora Michaelian, Jemeel Moondoc, Famoudou Don Moye, Μιχάλης Νικολούδης, Nor Dar, Sun Ra, Salah Ragab, Θωμάς Σλιώμης, Βασίλης Σούκας, Labyrinth, Κυριάκος Σφέτσας, Jon Tchicai, Omar Faruk Tekbilek, Arto Tuncboyaciyan, Λητώ Βογιατζόγλου, Haig Yazdjian. 

Καθώς η ακρόαση ολοκληρώνεται, συνειδητοποιεί κανείς ότι το “In Free Fall” δεν είναι απλώς ένα μνημόσυνο· αφήνει την παρηγοριά ότι, σε έναν κόσμο από τον οποίο όλοι είμαστε περαστικοί, η Μουσική μένει.

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Ruben Gonzalez - Chanchullo

 

Αν και ο πιανίστας Ruben Gonzalez ήταν επί δεκαετίες ένας από τους πιο διάσημους και δημοφιλείς μουσικούς στην πατρίδα του, την Κούβα, μόλις το 1996, με τη συμμετοχή του στο φιλμ και το άλμπουμ "Buena Vista Social Club" έγινε γνωστός στο διεθνές ακροατήριο. 


Το "Chanchullo" (2000) διαδέχθηκε το σόλο ντεμπούτο του στην ετικέτα World Circuit με το "Introducing... Ruben Gonzalez" (1997), παρουσιάζοντας μια δεύτερη σειρά μοναδικών ερμηνειών του σε τραγούδια από διάφορες φάσεις της καριέρας του, τόσο ως σόλο καλλιτέχνη όσο και ως μέλους στις μπάντες ανανεωτών της κουβανέζικης μουσικής, όπως οι Arsenio Rodriguez και Enrique Jorrin, που εκθέτουν ένα πανόραμα ρυθμών και τεχνοτροπιών: danzon, cha cha cha, son montuno, bolero, descarga, guajira. 


Με ερμηνευτικό πάθος που δύσκολα πιστεύει κανείς ότι πηγάζει από άνθρωπο της δικής του ηλικίας (83 ετών κατά την ηχογράφηση), ο Gonzalez χάνεται μέσα στα τραγούδια που ερμηνεύει, απορροφάται από αυτά και ενώνεται με την άχρονη και πνευματική ποιότητα της μουσικής, μετατρέποντας αυτό που στα χέρια κάποιου άλλου θα ήταν μια απλή παράθεση κλασικών χορευτικών στιγμών του «son» σε εμπειρία μουσικής μέθεξης. 


Τον συνοδεύει η μπάντα Κουβανέζων μουσικών με την οποία πραγματοποιεί τις διεθνείς περιοδείες του: Cachaito Lopez (μπάσο), Guajiro Mirabel (τρομπέτα), Jesus Ramos (τρομπόνι), πολυάριθμοι σολίστες σε τύμπανα και κρουστά (bongos, timbales, maracas), ενώ σε επιμέρους κομμάτια συμμετέχουν ο διάσημος, πλέον, βοκαλίστας Ibrahim Ferrer, ο φλαουτίστας Richard Egues, ο Σενεγαλέζος τραγουδιστής Cheikh Lo. 


"Τα τραγούδια είναι η αυτοβιογραφία του Ruben Gonzalez" αναφέρεται σε κάποιο σημείο των σημειώσεων του προσεγμένου συνοδευτικού ενθέτου. Μακάρι να είχαμε πολλούς ακόμη σαν αυτόν. 

 

Listen to "Chanchullo" by Ruben Gonzalez on Spotify

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Sona Fariq - Sona Fariq


Κάποια από τα πλέον ενδιαφέροντα και παρεμβατικά πράγματα στην ιστορία της ηλεκτρικής μουσικής έγιναν από οργισμένους πιτσιρικάδες με δυνατές φωνές και δυνατές κιθάρες. Παιδιά που δεν είχαν τίποτα να χάσουν, αντίθετα αγωνίζονταν να κερδίσουν τον κόσμο ολόκληρο με πείσμα, ψυχή, όραμα, αφοσίωση και με τη μουσική να λειτουργεί ως όπλο, ιδανικό, φάρμακο, ταυτότητα, ερωμένη. 

Ο κατάλογος με τους ακαταμάχητους ροκάδες του τύπου αυτού είναι μακρύς και βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ενημερώσουμε ότι μένει πάντα ανοιχτός. 

Οι νεότεροι απόστολοι της τραχιάς ηλεκτρικής θρησκείας ακούν στο όνομα Sona Fariq και είναι ένα τετραμελές σχήμα με έδρα το Λονδίνο. Η υβριδική αγγλο-ασιατική καταγωγή των μελών περνά και στη μουσική τους (ανανεωτικές ska, reggae, ragga και hip-hop αποκλίσεις από τον κανόνα των Stooges και των MC5), η οποία ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τους Public Enemy και κάνει τους Jane's Addiction να μοιάζουν ατάλαντοι. 

Είναι φανερό ότι αυτό το φερώνυμο ντεμπούτο των Sona Fariq δεν κάνει για όλους, όπως συμβαίνει με τον κάθε δίσκο από κείνους που είναι ικανοί να τρομάξουν τους γονείς και να μαγέψουν τα παιδιά τους. Στην περίπτωση που έχετε συνεχίσει να διαβάζετε μέχρι εδώ, μην τον χάσετε. 

Listen to the debut LP of Sona Fariq on Spotify

Black Francis - NonStopErotik

Στην πραγματικότητα κάθε νέος δίσκος του Charles Francis Kitteridge είναι υπεράνω αξιολόγησης· δεν πρόκειται απλώς για μια ακόμα καλλιτεχνική κατάθεση αλλά, πολύ περισσότερο, για μια εκ βαθέων εξομολογητική επιστολή ή για ένα μεγάλης διάρκειας υπεραστικό τηλεφώνημα από ένα καλό φίλο απ’ τα παλιά όπου, με δεδομένες τις μέχρι σήμερα κοινές εμπειρίες, τις ζυμώσεις, τα μοιρασμένα κέρδη, εκθέτει την παρούσα κατάσταση του μυαλού και της ψυχής του, με όχημα, προφανώς, τα τραγούδια. 

Στις έντεκα συνθέσεις του “NonStopErotik” ρόλο κοινού παρονομαστή για όλα αυτά τα πάρε-δώσε παίζει το γνώριμο χαρμάνι από punk επιθετικότητα, indie κιθάρες και surf rock, με φωνητικά άλλοτε γλυκόπικρα και άλλοτε βελούδινης νουάρ υφής, με θλιμμένα κιθαριστικά σόλο, απλές αρμονίες και πλήθος από εμπνευσμένες συνθετικές ιδέες και από εύστοχες δοκιμές πάνω στον καμβά του εναλλακτικού αμερικανικού rock. 

Η ερμηνεία του Black -άριστα ελεγχόμενη, καίρια, πλούσια σε εμπειρίες, και εκφραστική με έναν ιδιαίτερο συνδυασμό μελαγχολίας και υπερηφάνειας- εξασφαλίζει για μια ακόμα φορά την προσωπική αισθητική σφραγίδα ενός «άλμπουμ του Frank Black». 

Όλες οι συνθέσεις και οι στίχοι είναι προσωπικές δημιουργίες του Black (με την εξαίρεση μιας διασκευής στο “Wheels” των Flying Burrito Brothers), o οποίος συνυπογράφει και την παραγωγή του άλμπουμ μαζί με τον Eric Drew Feldman, κιμπορντίστα των Snakefinger, Pere Ubu και dEUS. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα τραγούδια γράφτηκαν από τον Black αργά το βράδυ, μετά από συναυλίες τής πρόσφατης παγκόσμιας περιοδείας των επανενωμένων Pixies, σε δωμάτια ξενοδοχείων πόλεων όπως το Λος Άντζελες και το Λονδίνο. 

Listen to NonStopErotik by Black Francis on Spotify

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Avishai Cohen - Colors

Στο τρίτο του άλμπουμ για την ετικέτα Stretch, ακόλουθο των "Adama" (1998) και "Devotion" (1999), ο 30άχρονος, ισραηλιτικής καταγωγής μπασίστας Avishai Cohen (συνεργάτης τα τρία τελευταία χρόνια του Chick Corea, μέσω της συμμετοχής του στο σύνολο Origin) παρουσιάζει μια φιλόδοξη, σε βάθος επεξεργασμένη όσο και εντυπωσιακή πρόταση για το κύριο ρεύμα της jazz του 21ου αιώνα. 

Η εκτεταμένη ηχητική παλέτα των 13 συνθέσεων του Cohen ενσωματώνει σε μια ήδη εκλεκτική περί αρμονίας και πολυρρυθμίας αίσθηση, ανατολίτικες κλίμακες, σεφαραδίτικες μελωδίες, λάτιν ρυθμούς και blues φόρμες δημιουργώντας ένα νέο "λεξιλόγιο" για τη σύγχρονη jazz. 

Τον Cohen (σε ακουστικό και ηλεκτρικό μπάσο, πιάνο και φωνητικά) συνοδεύουν οι Jason Lindner (πιάνο), Steve Davis και Avi Lebovich (τρομπόνι), Amos Hoffman (κιθάρα, ούτι), Jimmy Greene (τενόρο και σοπράνο σαξόφωνο, φλάουτο), Jeff Ballard (ντραμς) και η Χιλιανή βοκαλίστρια Claudia Acuna ενώ σε δύο συνθέσεις συμμετέχει κουαρτέτο εγχόρδων.  

Listen to Colors by Avishai Cohen on Spotify

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Radiohead - Kid A

 

Όσον αφορά στις προθέσεις, το «Kid A» θα μπορούσε να είναι το «Sgt. Peppers» της νέας χιλιετίας: ένα άλμπουμ πλασμένο από το μεθυσμένο θεό της ηλεκτρικής μουσικής παρέα με τα εκλεκτά παιδιά του· μια πρόταση για την pop μετά-την-pop· μια σπουδή της σύγχρονης μουσικής, βασισμένη στο αρνητικό της φωτογραφίας της. Θα μπορούσε, αλλά δεν είναι. Ωστόσο, το γεγονός ότι το «Kid A» δεν είναι μοναδικό δεν σημαίνει ότι δεν είναι και σημαντικό.

Στο τέταρτο άλμπουμ των Βρετανών Radiohead, η pop διαμελίζεται και επανασυντίθεται άναρχα. Αναζητεί αγχωμένη τη νέα της ταυτότητα στο μέσο ενός ορυμαγδού από ηλεκτρονικούς σπασμούς, ελλειπτικούς ρυθμούς, κακοφωνία, τρεμάμενα φωνητικά, καταργημένες συνθετικές δομές, αρτίστικες ψυχώσεις: μια ανατρεπτική πολυπλοκότητα που δεν αργεί να σε τρομάξει.

Ωστόσο το «Kid A» δεν εστιάζει. Παρουσιάζει το θέμα της συζήτησης, εκφράζει ανησυχίες, δυναμιτίζει στερεότυπα, αλλά δεν κάνει μια πρόταση. Όταν ο δίσκος τελειώσει είναι φανερό ότι η pop όπως την ξέραμε είναι νεκρή αλλά το πρόσωπο της νέας βασίλισσας, που θα ανέβει στο θρόνο της, μένει καλυμμένο από ένα μεγάλο ερωτηματικό.

Από την άλλη, το γεγονός και μόνο ότι ένα άλμπουμ κατά συνείδηση και κατ’ ουσία πειραματικό ήδη γνωρίζει τόσο μεγάλη επιτυχία και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού σημαίνει ότι ο κόσμος διψά για νέα μουσική. Φωνή λαού, οργή θεού, δεν μπορεί, η νέα μουσική όπου να ‘ναι θα φανεί.

 

 

Listen to Kid A by Radiohead on Spotify

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Bruce Springsteen: The Promise (Columbia)


Μεγάλη, πολύ μεγάλη φυσιογνωμία ο Springsteen. Το ξέραμε, ασφαλώς· είναι ωραίο όμως να το επιβεβαιώνουν κυκλοφορίες όπως το “The Promise”, το «χαμένο» άλμπουμ με υλικό ηχογραφημένο την περίοδο μεταξύ “Born to Run” (1975) και “Darkness On The Edge Of Town” (1978).

Τα 21 οπτιμιστικά, εξωστρεφή, εύληπτα, με χαρακτήρα που παιχνιδίζει μεταξύ pop και classic rock, τραγούδια του διπλού CD (ανάμεσά τους συνθέσεις που έγιναν μεγάλες επιτυχίες από άλλους όπως το “Because The Night” από την Patti Smith και το “Fire” από τις Pointer Sisters) δείχνουν μια πτυχή της τραγουδοποιίας του «αφεντικού» διαφορετική από τη στράτευση στη σκιαγράφηση των αδιεξόδων της καθημερινότητας την οποία υπηρέτησε –με τρόπο, είναι αλήθεια, μοναδικό– το θεματικό “Darkness…”.
 
Το “The Promise” συγκαταλέγεται στα καλύτερα άλμπουμ του Springsteen, επίτευγμα που φαντάζει παράδοξο για υλικό «β’ διαλογής». Ας μην ξεχνάμε όμως πως δημιουργός τους είναι ο άνθρωπος που έχει δηλώσει πως «περισσότερο κι από πλούσιος, περισσότερο κι από διάσημος, περισσότερο κι από ευτυχισμένος, ήθελα να είμαι σπουδαίος».


Johnny works in a factory and Billy works downtown
Terry works in a rock and roll band lookin' for that million-dollar sound
And I got a little job down in Darlington but some nights I don't go
Some nights I go to the drive-in or some nights I stay home
I followed that dream just like those guys do way up on the screen
And I drove a Challenger down Route 9 through the dead ends and all the bad scenes
And when the promise was broken, I cashed in a few of my own dreams

Well now I built that Challenger by myself, but I needed money and so I sold it
I lived a secret I should'a kept to myself, but I got drunk one night and I told it
All my life I fought this fight, the fight that no man can ever win
Every day it just gets harder to live this dream I'm believing in
Thunder Road, oh baby you were so right
Thunder Road, there's somethin' dyin' down on the highway tonight

I won big once and I hit the coast, oh but somehow I paid the big cost
Inside I felt like I was carrying the broken spirits of all the other ones who lost
When the promise is broken you go on living, but it steals something from down in your soul
Like when the truth is spoken and it don't make no difference, somethin' in your heart turns cold
Thunder Road, for the lost lovers and all the fixed games
Thunder Road, for the tires rushing by in the rain
Thunder Road, remember what me and Billy we'd always say
Thunder Road, we were gonna take it all then threw it all away

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

The World Ends - Afro Rock & Psychedelia in 1970s Nigeria (SoundWay )


Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, η νεολαία της Νιγηρίας ήρθε με καθυστέρηση σε επαφή με τα νέα μουσικά ήθη που αναστάτωσαν τη Δύση στα τέλη των 1960s. Αποτέλεσμα ήταν η άνθηση μιας τοπικής σκηνής που άντλησε έμπνευση από την ψυχεδέλεια, το hard rock και τους ρυθμούς του funk για τη δημιουργία μουσικής που ενσωμάτωνε στους δυτικούς τρόπους τους παραδοσιακούς αφρικανικούς ρυθμούς.
Η συλλογή αυτή συγκεντρώνει σε δυο CD 33 σχετικές ηχογραφήσεις, που συχνά εντυπωσιάζουν με το πάθος και την ιδιαιτερότητά τους.

Οι Funkees σε μια afrofunk διασκευή του "Break Through" των Atomic Rooster:


Dr. John: Locked Down (Nonesuch)


Από πού να αρχίσει κανείς;

Ας δοκιμάσουμε από το σόλο του οργάνου Farfisa στο “Revolution”: ένα βραχνό ψυχεδελικό κελάηδισμα προσταγμένο από τα ταραγμένα ακροδάχτυλα του Dr. John: μικρό σε διάρκεια, επιβλητικό σε αποτέλεσμα, τοποθετείται στο κέντρο καλλιτεχνικού βάρους όχι μόνο του συγκεκριμένου τραγουδιού αλλά και του νέου του άλμπουμ στο σύνολό του. Η αμέσως προηγούμενη φορά που έπαιξε το συγκεκριμένο πληκτροφόρο ο δημιουργός και ερμηνευτής από τη Νέα Ορλεάνη ήταν το 1969, κι όμως, είναι σα να μην πέρασε μια μέρα, με αποτέλεσμα αντάξιο των καλύτερων στιγμών του σπουδαίου χθες.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το “Locked Down” αποτελεί για τον συνθέτη, στιχουργό και πιανίστα Malcolm John Michael Creaux Rebennack (όπως είναι το πλήρες του όνομα) μια επιστροφή στις ρίζες, και να ξεμπερδεύει.

Στην πραγματικότητα όμως εκείνο που κάνει αυτή τη νέα δισκογραφική του κυκλοφορία να ξεχωρίζει, δεν είναι τόσο η αναβίωση του ιδιαίτερου καλλιτεχνικού προφίλ, το οποίο για πρώτη φορά εισηγήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όσο η προσαρμογή του στο σήμερα, η επιτυχής διεκδίκηση μιας σύγχρονης, δραστικής και ουσιώδους, μουσικής φυσιογνωμίας που να εμπνέεται μεν από το χθες, και να το τιμά, παράλληλα όμως να αρθρώνει λόγο για το σήμερα και όραμα για το αύριο.


Ο Dr. John γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη στις 21 Νοεμβρίου του 1941. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης δισκοπωλείου. Γρήγορα αφομοίωσε σε βάθος τα μουσικά στιλ της γενέτειράς του, ενσωματώνοντας ιδιοφυώς σε αυτά πλήθος από rhythm & blues λικνίσματα, rock ‘n’ roll διαχύσεις, blues ‘n’ boogie στροβιλισμούς, funk επιρροές και Dixieland jazz ξεσπάσματα, που, σε συνδυασμό με την ψύχωσή του με το βουντού, του εξασφάλισαν το ξεχωριστό καλλιτεχνικό του στίγμα.

Υπήρξε ο πρώτος λευκός μουσικός που έγινε αποδεκτός από τη μαύρη μουσική σκηνή της Νέας Ορλεάνης. Οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να μετακινηθεί στη Δυτική ακτή το 1963. Κατά την παραμονή του στο Λος Άντζελες συνεργάστηκε με τη Cher και τον Phil Spector, ενώ παράλληλα δημιούργησε τη δισκογραφική Pulsar (θυγατρική της Mercury), στην οποία κυκλοφόρησε δουλειές των King Floyd και Alvin Robinson.

Επιστρέφοντας στη Νέα Ορλεάνη οργάνωσε μαζί με τους Jessie Hill και Ronnie Barron μουσικά σχήματα που αποτέλεσαν μέρος της δραστήριας “underground” σκηνής της Ορλεάνης. Ήταν η φάση της καριέρας του κατά την οποία υιοθέτησε την περσόνα “Dr. John”. Το άλμπουμ “Gris Gris” (1968), σε παραγωγή του Harrold Battiste, εδραίωσε τον ήχο του: ένα μείγμα από αυθεντικά creole και R&B κομμάτια μέσα στα όποια περιλαμβανόταν και το κλασικό και πολυδιασκευασμένο έκτοτε “Walk On Gilded Splinters”. Τα ακόλουθα τρία άλμπουμ (“Babylon” του 1969, “Remedies” του 1970 και “The Sun, Moon And Herbs” του 1971) κινήθηκαν σε παρόμοιο στιλ, ενώ τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Dr. John λόγω χρήσης ουσιών μεγάλωναν. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Μαϊάμι όπου ηχογράφησε το “Gumbo” (1972), ένα φόρο τιμής στους Professor Longhair και Huey “Piano” Smith.

Στο τελευταίο άλμπουμ των The Band “The Last Waltz” συμμετείχε ως καλεσμένος μουσικός, ενώ κυκλοφόρησε δύο ακόμη άλμπουμ για τη δισκογραφική Horizon. Το “Dr. John Plays Mac Rebennack” (1981) πρόβαλε με ιδιαίτερο τρόπο το ιδιόμορφο στιλ του και τις ιδιαίτερες ικανότητές του στο πιάνο.

Ο Dr. John δοκίμασε τις δυνάμεις του σε ακόμη ευρύτερο ρεπερτόριο, με διασκευές σε τραγούδια των Johnny Mercer (“Come Rain Or Come Shine”) και Pomus/Shuman (“The Average Guy”). Το 1990 κέρδισε το βραβείο Grammy με την κυκλοφορία του άλμπουμ “In Sentimental Mood”, μιας συλλογής με pop στάνταρτ. Με τα “Television” (1994) και “Afterglow” (1995) εξερεύνησε το funk ενώ το “Trippin' Live” (Eagle, 1997) ήταν το πρώτο επίσημο λάιβ άλμπουμ του.

Με το “Anutha Zone” (1998), πρώτο του άλμπουμ στην ετικέτα Parlophone, o Dr. John επέλεξε να επιστρέψει στις funk ρίζες και στο ψυχεδελικό creole στιλ τού “Gris Gris”. Ο ήχος χαρακτηριζόταν από σκοτεινές εντάσεις αλλά και από φανταχτερές διαφορές δυναμικού -χωρίς κάπου να γίνεται ρετρό- που συχνά παρέπεμπαν στην blues σκηνή της Νέας Υόρκης. Η αναβίωση της περσόνας του “Night Tripper” υποστηρίχτηκε από συνεργάτες/θαυμαστές του, όπως ο Paul Weller και μέλη συνόλων της νέας γενιάς όπως οι Spiritualized, Supergrass, Primal Scream, Ocean Colour Scene και Portishead. Ακολούθησαν τα “Duke Elegant” (Blue Note, 2000 - αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Duke Ellington), “Creole Moon” (Blue Note, 2001) και “All by Hisself: Live at the Lonestar” (η πρώτη από πολλές κυκλοφορίες αρχειακού λάιβ υλικού που προγραμματίστηκαν να κυκλοφορήσουν στην προσωπική ετικέτα που ίδρυσε ο Rebennack, με όνομα Skinji Brim).

Με το πρόσφατο “Locked Down” ο Dr. John επιστρέφει για δεύτερη φορά (μετά το “Anutha Zone”) στα λημέρια του “Gris Gris” και του creole χαρακτήρα “Night Tripper”. Η ηχογράφηση έγινε στο Νάσβιλ. Ουσιαστικός είναι ο ρόλος που έπαιξε στη διαμόρφωση και στην επιτυχία του τελικού αποτελέσματος ο παραγωγός του άλμπουμ. Πρόκειται για τον Dan Auerbach τραγουδιστή και κιθαρίστα των σύγχρονων αναβιωτών των blues, Black Keys. Ήταν τέλη του 2010 όταν ο ηλικίας 33 ετών Auerbach επισκέφθηκε τον Rebennack στο σπίτι του στη Νέα Ορλεάνη και του πρότεινε να συνεργαστούν για «τον καλύτερο δίσκο που είχε κάνει εδώ και πολύ καιρό».

Η ιστορία του ιδιοφυούς παραγωγού που κατευθύνει εμπνευσμένα τη δημιουργικότητα του καλλιτέχνη, σε βαθμό που να οδηγεί, κάποτε, σε μια πραγματική αναγέννησή του, είναι στην pop και rock μουσική παλιά όσο η συνεργασία των Beatles με τον George Martin (δεν έγινε τυχαία γνωστός ως «ο πέμπτος Beatle»...). Χαρακτηριστική είναι επίσης η περίπτωση του παραγωγού Rick Rubin, ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρείας American Recordings, o οποίος σύστησε τον θρύλο της country Johnny Cash σε μια νέα γενιά ακροατών, στο πλαίσιο της ιδιαίτερα παραγωγικής συνεργασίας τους, που κράτησε από το 1993 ως το θάνατό του Cash, το 2003.

Αξιοποιώντας ένα άριστο συνοδευτικό σύνολο από νεαρούς μουσικούς –μεταξύ των οποίων ο ντράμερ Max Weissenfeldt (μέλος, παλιότερα, των Heliocentrics), ο μπασίστας Nick Movshon και ο ενορχηστρωτής πνευστών Leon Michels (ιδρυτής της δισκογραφικής Truth & Soul)­–, η επιμελής παραγωγή του Auerbach, μέσα από κοφτούς ρυθμούς και αιχμηρές κιθάρες, ντύνει τη μυστηριώδη πνευματικότητα της μουσικής του Dr. John με σύγχρονο ένδυμα, όχι αποκλειστικά δυτικότροπο (το βαρύτονο σαξόφωνο, για παράδειγμα, του “Revolution” χαράζει μια μελωδική γραμμή που βγάζει κατευθείαν στην ethio-jazz του Mulatu Astatke, ενώ η «κρουστή» κιθαριστική ερμηνεία του “Ice Age” παραπέμπει στα αφρικανικά «blues της ερήμου»). Ή, πιο λιτά και περιεκτικά, όπως διαβάζω στο σάιτ του BBC: «ο Auerbach έχει κάνει άριστη δουλειά για να τοποθετήσει στον 21ο αιώνα έναν καλλιτέχνη, ο οποίος ποτέ δεν θα βγει εκτός μόδας».

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Spiritualized: Sweet Heart Sweet Light (Fat Possum)

Έβδομο άλμπουμ σε είκοσι χρόνια δράσης για τους Spiritualized ή, ορθότερα, για τον κιθαρίστα, τραγουδιστή και συνθέτη Jason Pierce και τη διαρκώς ανανεούμενη ομάδα μουσικών που τον συνοδεύουν.

 Ηχογραφημένο κατά κύριο λόγο στο οικιακό στούντιο του Pierce στο Λονδίνο (με την προσθήκη εγχόρδων και χορωδίας στο Ρέικιαβικ και στο Λός Άντζελες) το “Sweet Heart, Sweet Light” δεν αποκλίνει από τις βασικές αρχές τραγουδοποιίας στις οποίες ο Pierce έχει κατασταλάξει ήδη από το 1997 και το “Ladies And Gentlemen We Are Floating In Space”, τρίτο άλμπουμ των  Spiritualized και ένα από τα καλύτερα της δεκαετίας του 1990.

Το μενού περιλαμβάνει μουσική ευφυή και φιλόδοξη, με μινιμαλιστικά μοτίβα αλλά και περισσότερο επεξεργασμένα και συμπαγή ηχητικά κολάζ, επαναλαμβανόμενα μελωδικά ηχοτοπία που κάποτε φέρνουν στο νου την αυστηρότητα του krautrock (“Hey Jane”), απαιτητικές συνθέσεις με ψυχεδελικό space rock περίγραμμα (“Little Girl”), και αλλού με πολυεπίπεδη δομή και δραστικότερη αισθαντικότητα, δηλαδή με ισχυρά avant-garde διαπιστευτήρια αλλά και απεριόριστη εκτίμηση στην pop παράδοση των Beatles και των Beach Boys.

Ο Pierce προέρχεται από τους συζητημένους Spacemen 3 του τέλους των 1980s. Ενώ όμως με εκείνο το παλιό του γκρουπ απέτινε φόρο τιμής στους Suicide, τους Velvet Underground, τους Stooges, στο “Sweet Heart, Sweet Light” προτείνει μουσική που γεμίζει τα κενά ανάμεσα σε τέτοιες αναφορές, μη διστάζοντας να πειραματιστεί με ενορχηστρώσεις που θυμίζουν τον Burt Bacharach ή τον Elvis στο Μέμφις των 1970s, και με την ενσωμάτωση ύμνων από χορωδίες gospel (“So Long you Pretty Thing”), σαξόφωνων σε free-jazz ταραχή (“I Am What I Am”, γραμμένο από κοινού με τον Dr. John, με ερμηνείες των Evan Parker και Tony Bevan), και εγχόρδων (“Too Late”).


Σάββατο 7 Απριλίου 2012

The Men: Open Your Heart (Sacred Bones)

Το να εντοπίσεις ένα σύγχρονο γκρουπ με ηχητικό προφίλ που να συνδυάζει ψυχεδέλεια και country rock είναι έτσι κι αλλιώς ασυνήθιστο. Το να το βρεις όμως, και να διαπιστώσεις πως δεν μηρυκάζει απλώς τους Byrds και τον Gram Parsons ή επόμενης γενιάς ψυχεδελικούς θορυβοποιούς όπως ο Nick Saloman ε, αυτό είναι κάτι πραγματικά σπάνιο.

Τούτος είναι ο λόγος που επιτρέπει στους The Men, το  ηλεκτρικό κουαρτέτο από το Μπρούκλιν, να κερδίζουν άμεσα και εύκολα τις εντυπώσεις με το τρίτο άλμπουμ τους. Οι δέκα συνθέσεις του “Open Your Heart” σκύβουν μεν με αγάπη και σεβασμό πάνω από την παρακαταθήκη ηχητικών σκαπανέων όπως εκείνοι που ήδη αναφέρθηκαν, συνεχίζουν όμως κάνοντας ένα βήμα μπροστά, με τόλμη και γόνιμη περιέργεια, προτείνοντας τα αποτελέσματα της δικής τους συνθετικής και ερμηνευτικής επεξεργασίας.

The Menzingers: On The Impossible Past (Epitaph)


Στην ετικέτα της δισκογραφικής Epitaph κυκλοφορεί το τρίτο άλμπουμ των The Menzingers από την Πενσιλβάνια, κάτι που από μόνο του μας δίνει μια ιδέα για τις punk rock προδιαγραφές του ήχου τους. Τα υπόλοιπα ξεδιπλώνονται μαζί με τα 13 κομμάτια: power-pop ανεμελιά, πυρετώδης ενεργητικότητα, πλούσιο μελωδικό περιεχόμενο που εύκολα καρφιτσώνεται στη μνήμη, συνθετικές δομές που τολμούν δοκιμές πέραν του κουπλέ/ρεφρέν κανόνα χωρίς να χάνουν σε αμεσότητα και προσβασιμότητα.

TV On The Radio: Nine Types Of Light (Fiction)

Το art-rock ζει και βασιλεύει! Και μάλιστα γνωρίζει τέτοιες δόξες που δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η τεχνοτροπία που εξασφάλισε έναν κοινό παρονομαστή για το πρώτο άλμπουμ των Roxy Music, το “Scary Monsters” του Bowie και το “OK Computer” των Radiohead έχει ακόμη παρόν και μέλλον λαμπρό. Τα καλά νέα επιβεβαιώνουν σε ένα ακόμα άλμπουμ τους –το τέταρτο κατά σειρά– οι TV On The Radio, πενταμελές σύνολο που σχηματίστηκε το 2001 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

Εκλεκτικό, παιχνιδιάρικο, προκλητικό, πολυεπίπεδα δομημένο, με ενορχηστρωτικές και ερμηνευτικές επιλογές συχνά αιφνιδιαστικές αλλά ποτέ κακόγουστες, φιλόδοξο χωρίς να το κρύβει και καινοτόμο, το “Nine Types Of Light” στήνει ένα μεθυστικό indie χορό όπου σφιχταγκαλιάζονται ηλεκτρονικά μπιτ, επιτακτικά φαλτσέτο φωνητικά, λευκός θόρυβος, μίνιμαλ γραμμές του μπάσου, trip-hop ρυθμοί και free-jazz πνευστά.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Marianne Faithfull: Horses And High Heals (Dramatico)



Η συνεργασία της Marianne Faithfull με τον παραγωγό Hal Willner εγκαινιάστηκε το 1987 με το άλμπουμ “Strange Weather”, τη μεγαλύτερη επιτυχία της τραγουδίστριας που γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1946 στο Λονδίνο. Το 2008 συνεργάστηκαν ξανά με καρπό τη συλλογή “Easy Come Easy Go” με διασκευές σε Morrissey, Billie Holiday και μια εκπληκτική απόδοση του “Hold on Hold On” της Neko Case.

Το 2011 η Faithfull μπήκε ξανά στο στούντιο υπό την καθοδήγηση του σπουδαίου Αμερικανού παραγωγού και συνθέτη, τη φορά αυτή για να ηχογραφήσει διασκευές και νέες συνθέσεις που εντάσσονται στη soul ηχητική αισθητική της Νέας Ορλεάνης: διασκευές σε Allen Toussaint (“Back In My Baby's Arms”) και Carole King (“Goin' Back”), αλλά και υψηλών συνθετικών και ερμηνευτικών προδιαγραφών νέα δικά της τραγούδια (“Why Did We Have To Part”, “Eternity”) με συμμετοχές διασημοτήτων (Dr. John, Lou Reed, Wayne Kramer).

Το ηχητικό σύμπαν που με μεθοδικό τρόπο πλάθει ο Willner εξωραΐζει την τσαλακωμένη από τα πάθη και τις καταχρήσεις περσόνα και ερμηνεία της Faithfull μέσω μιας διαυγούς, σχεδόν λουστραρισμένης παραγωγής και ενορχήστρωσης, που όμως δεν στέκεται ικανή να εμποδίσει το ακατέργαστο μαργαριτάρι της φωνής της να λάμψει σε τραγούδια όπως η απόδοση του “Stations” (των Twilight Sisters) και η νέα σύνθεση που δίνει στο άλμπουμ τον τίτλο του.


Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Cloud Nothings: Attack On Memory (Carpark)


Το πρώτο που τραβά την προσοχή σε αυτό το δεύτερο άλμπουμ των Cloud Nothings από το Κλίβλαντ του Οχάιο είναι η υπογραφή του Steve Albini στην –διαυγή– παραγωγή.

Με το που αρχίζουν να παίζουν τα οκτώ τραγούδια τής μόλις ημίωρης διάρκειας συλλογής, θέλγητρα μουσικά (θυμωμένες κιθάρες, κάθιδρα ντραμς, power pop ρυθμοί) αλλά και στιχουργικά (σκοτεινές ενδοσκοπήσεις του επικεφαλής Dylan Baldi, αναμετρήσεις με συναισθηματικά αδιέξοδα, συνθηκολόγηση με τη μοναξιά) αναβιώνουν το πνεύμα και το καλλιτεχνικό ήθος της δεκαετίας του 1990 (Sonic Youth, Pearl Jam) διηθημένο μέσα από τα φίλτρα της φλογερής έμπνευσης και της ιδιαίτερης προσωπικότητας.

Django Django: Django Django (Because)

Τα τέσσερα μέλη των Django Django συναντήθηκαν στο Εδιμβούργο της Σκοτίας ενώ σπούδαζαν καλές τέχνες. Το ντεμπούτο άλμπουμ της μουσικής τους καριέρας, τούς βρίσκει εγκατεστημένους στο Λονδίνο.
Στα δεκατρία τραγούδια του προτείνουν μια σύγχρονη προσέγγιση στο indie-rock με έμφαση στη διασκέδαση, ερμηνευτική φρεσκάδα, συνθετική φαντασία και ενορχηστρωτική εφευρετικότητα.

Ευφυείς και ταυτόχρονα μετρημένοι, δημιουργικοί αλλά και εστιασμένοι, οι Django Django παραδίδουν στην κρίση μας μια από τις πιο απολαυστικές στην ακρόαση και καλοδουλεμένες στη δομή indie rock δισκογραφικές προτάσεις που έχουμε ακούσει εδώ και αρκετό καιρό.



Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

The 2 Bears: Be Strong (Southern Fried)


Έχεις δυσανεξία στη σοβαροφάνεια; Απολαμβάνεις τους χιουμοριστικούς στίχους, τους house ρυθμούς, τα ηλεκτρονικά μπλιμπλίκια και τα γκατζετάκια; Ξεχωρίζεις το καλό από τις pop ευαισθησίες και τις περίτεχνες μελωδίες; Μεγάλωσες στα 1980s τα οποία, παρότι δεν νοσταλγείς, επιμένουν να ασκούν πάνω σου μια απροσδιόριστη γοητεία; Πιτσιρικάς χόρευες ska της 2Tone, σήμερα όμως βρίσκεις συναρπαστικό το dubstep του The Bug;

Αν ναι τότε έχω το δίσκο που χρειάζεσαι: “Be Strong” από τους Λονδρέζους 2 Bears, το ντουέτο του Joe Goddard των Hot Chip με τον Raf Daddy, μηχανικό ήχου και συνιδρυτή της δισκογραφικής 1965. Είναι το ντεμπούτο άλμπουμ τους, μετά από κάποια EP και πολλά λάιβ. Έχει ήδη ενθουσιάσει κόσμο και κοσμάκη σε χορευτικές πίστες, blog, ραδιόφωνα, κοινωνικά δίκτυα, το σημαντικό όμως είναι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μην ενθουσιάσει κι εσένα.


Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Keith Jarrett: Rio (ECM)


Η νεότερη αυτή προσθήκη στη συναρπαστική δισκογραφία του Keith Jarrett φιλοξενεί σε δυο CD την ζωντανή εμφάνισή του στο Δημοτικό Θέατρο (Theatro Municipal) του Ρίο ντε Τζανέιρο τον Απρίλιο του 2011.

Πρόκειται για μια συναυλία σόλο πιάνο βασισμένη στο σύνολό της σε αυτοσχεδιασμό, από εκείνες που έχουν συνεισφέρει σημαντικά στο χτίσιμο του καλλιτεχνικού μύθου που αντιπροσωπεύει ο Jarrett, με αφετηρία την πρώτη μεγάλη επιτυχία του, το “The Koln Concert” του 1975, και ενδιάμεσους σταθμούς σημαντικούς όσο το “Vienna Concert” του 1992, το “La Scala” –ηχογραφημένο στο Teatro alla Scala του Μιλάνου το 1995, κατά τη γνώμη του γράφοντος η κορυφαία στιγμή της δισκογραφίας του Αμερικανού πιανίστα και μια από τις λαμπρότερες στιγμές της σύγχρονης μουσικής πέρα από κατηγορίες και στυλ-, και το “Radiance”, ηχογραφημένο στην Ιαπωνία το 2002, όπου για πρώτη φορά οι χειμαρρώδεις αυτοσχεδιασμοί έσπασαν σε μικρότερα αυτόνομα κομμάτια διευκολύνοντας τον Jarrett να εξερευνήσει μεγαλύτερη ποικιλία ηχητικών τοπίων αλλά και τον ακροατή να παρακολουθήσει τη μουσική περιπλάνηση με μεγαλύτερη άνεση.

Ο Keith Jarrett γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1945 στο Allentown της Πολιτείας Πενσιλβάνια. Στα πρώτα στάδια της καριέρας του έπαιξε σε ηλεκτρικά σύνολα, όπως εκείνα των Charles Lloyd και Miles Davis, χωρίς να κρύβει την επιρροή που ασκούσε πάνω του ο Bill Evans. Το μέχρι σήμερα έργο του έχει διατηρηθεί αμείωτα συναρπαστικό, ανεξάρτητα από τις μεταβολές των συνοδευτικών σχημάτων (Nordic Quartet, American Quartet κατά τη δεκαετία του 1970, Standards Trio τα τελευταία 30 χρόνια κ.ά).


Το “Rio” τον συλλαμβάνει στην καλύτερη φόρμα που έχει βρεθεί εδώ και πολύ καιρό, και αναδεικνύει το μοναδικό ταλέντο του μέσα από ανακυκλούμενους, πλέοντες, επεκτεινόμενους αυτοσχεδιασμούς, απόλυτο έλεγχο ηχοχρωμάτων και μια πληθώρα από τις διάσημες αρμονίες του (“Part II”). Το ηχητικό μενού περιλαμβάνει λατινοαμερικάνικα αρώματα (“Part VIII”), θεματικές αναπτύξεις πότε ήπια λυρικές πότε έντονα ρυθμικές, λοξοκοιτάγματα προς τα blues (“Part XII”) και το flamenco (“Part VI”) σε μια δημιουργική ανακύκλωση μοτίβων που αποδίδει μια έκρηξη μουσικής δημιουργίας φαντασμαγορικής, χωρίς ίχνος αμφιβολίας ή υπαναχώρησης, χωρίς σύνορα ή προκαταλήψεις, μια πολιτιστική κατάθεση φαντασίας και πράξης διαπολιτιστικής.

Για να μην πλατειάζουμε, ΜΟΥΣΙΚΗ με κεφαλαία.


Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

PJ Harvey: Let England Shake (Island)


Για πρώτη φορά η βασίλισσα του γοτθικού εναλλακτικού rock αφήνει στην άκρη τα προσφιλή της θέματα του έρωτα και της μελαγχολίας και καταπιάνεται με την πολιτική.

Το “Let England Shake”, δέκατο άλμπουμ της τραγουδίστριας και τραγουδοποιού από το αγροτικό Yeovil της Βρετανίας σε 19 χρόνια δισκογραφικής δράσης, είναι μια θεματική (concept) συλλογή τραγουδιών με ταυτότητα έντονα βρετανική, προσανατολισμό πολιτικό, και ύφος καταγγελτικό για τις απώλειες του πολέμου και την έκπτωση του ανθρωπισμού.

Από μουσική άποψη τα δώδεκα νέα της τραγούδια, που ερμηνεύει με τη βοήθεια των συνεργατών της από τα παλιά John Parish και Mick Harvey, εξερευνούν ένα πεδίο που κλείνει το μάτι στον –προσφάτως εκλιπόντα– Captain Beefheart: σύνθεση ηλεκτρικών, folk και ιμπρεσιονιστικών στοιχείων με αποτελέσματα σε πρώτο άκουσμα συχνά παράφωνα, που όμως αθροίζονται σε μια ουσιώδη αισθητική πρόταση με τη βοήθεια ενός άρρητου καλλιτεχνικού κοινού παρονομαστή.

Όχι ότι θα περιμέναμε κάτι λιγότερο από τη δημιουργό που, σε συνέντευξή της στην τηλεοπτική εκπομπή του Andrew Marr, στο BBC, δήλωσε:
«ο μεγαλύτερος φόβος μου θα ήταν να επαναλάβω κάτι που ήδη έχω κάνει στο παρελθόν».