Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2011. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2011. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

TV On The Radio: Nine Types Of Light (Fiction)

Το art-rock ζει και βασιλεύει! Και μάλιστα γνωρίζει τέτοιες δόξες που δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η τεχνοτροπία που εξασφάλισε έναν κοινό παρονομαστή για το πρώτο άλμπουμ των Roxy Music, το “Scary Monsters” του Bowie και το “OK Computer” των Radiohead έχει ακόμη παρόν και μέλλον λαμπρό. Τα καλά νέα επιβεβαιώνουν σε ένα ακόμα άλμπουμ τους –το τέταρτο κατά σειρά– οι TV On The Radio, πενταμελές σύνολο που σχηματίστηκε το 2001 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.

Εκλεκτικό, παιχνιδιάρικο, προκλητικό, πολυεπίπεδα δομημένο, με ενορχηστρωτικές και ερμηνευτικές επιλογές συχνά αιφνιδιαστικές αλλά ποτέ κακόγουστες, φιλόδοξο χωρίς να το κρύβει και καινοτόμο, το “Nine Types Of Light” στήνει ένα μεθυστικό indie χορό όπου σφιχταγκαλιάζονται ηλεκτρονικά μπιτ, επιτακτικά φαλτσέτο φωνητικά, λευκός θόρυβος, μίνιμαλ γραμμές του μπάσου, trip-hop ρυθμοί και free-jazz πνευστά.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Marianne Faithfull: Horses And High Heals (Dramatico)



Η συνεργασία της Marianne Faithfull με τον παραγωγό Hal Willner εγκαινιάστηκε το 1987 με το άλμπουμ “Strange Weather”, τη μεγαλύτερη επιτυχία της τραγουδίστριας που γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1946 στο Λονδίνο. Το 2008 συνεργάστηκαν ξανά με καρπό τη συλλογή “Easy Come Easy Go” με διασκευές σε Morrissey, Billie Holiday και μια εκπληκτική απόδοση του “Hold on Hold On” της Neko Case.

Το 2011 η Faithfull μπήκε ξανά στο στούντιο υπό την καθοδήγηση του σπουδαίου Αμερικανού παραγωγού και συνθέτη, τη φορά αυτή για να ηχογραφήσει διασκευές και νέες συνθέσεις που εντάσσονται στη soul ηχητική αισθητική της Νέας Ορλεάνης: διασκευές σε Allen Toussaint (“Back In My Baby's Arms”) και Carole King (“Goin' Back”), αλλά και υψηλών συνθετικών και ερμηνευτικών προδιαγραφών νέα δικά της τραγούδια (“Why Did We Have To Part”, “Eternity”) με συμμετοχές διασημοτήτων (Dr. John, Lou Reed, Wayne Kramer).

Το ηχητικό σύμπαν που με μεθοδικό τρόπο πλάθει ο Willner εξωραΐζει την τσαλακωμένη από τα πάθη και τις καταχρήσεις περσόνα και ερμηνεία της Faithfull μέσω μιας διαυγούς, σχεδόν λουστραρισμένης παραγωγής και ενορχήστρωσης, που όμως δεν στέκεται ικανή να εμποδίσει το ακατέργαστο μαργαριτάρι της φωνής της να λάμψει σε τραγούδια όπως η απόδοση του “Stations” (των Twilight Sisters) και η νέα σύνθεση που δίνει στο άλμπουμ τον τίτλο του.


Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

PJ Harvey: Let England Shake (Island)


Για πρώτη φορά η βασίλισσα του γοτθικού εναλλακτικού rock αφήνει στην άκρη τα προσφιλή της θέματα του έρωτα και της μελαγχολίας και καταπιάνεται με την πολιτική.

Το “Let England Shake”, δέκατο άλμπουμ της τραγουδίστριας και τραγουδοποιού από το αγροτικό Yeovil της Βρετανίας σε 19 χρόνια δισκογραφικής δράσης, είναι μια θεματική (concept) συλλογή τραγουδιών με ταυτότητα έντονα βρετανική, προσανατολισμό πολιτικό, και ύφος καταγγελτικό για τις απώλειες του πολέμου και την έκπτωση του ανθρωπισμού.

Από μουσική άποψη τα δώδεκα νέα της τραγούδια, που ερμηνεύει με τη βοήθεια των συνεργατών της από τα παλιά John Parish και Mick Harvey, εξερευνούν ένα πεδίο που κλείνει το μάτι στον –προσφάτως εκλιπόντα– Captain Beefheart: σύνθεση ηλεκτρικών, folk και ιμπρεσιονιστικών στοιχείων με αποτελέσματα σε πρώτο άκουσμα συχνά παράφωνα, που όμως αθροίζονται σε μια ουσιώδη αισθητική πρόταση με τη βοήθεια ενός άρρητου καλλιτεχνικού κοινού παρονομαστή.

Όχι ότι θα περιμέναμε κάτι λιγότερο από τη δημιουργό που, σε συνέντευξή της στην τηλεοπτική εκπομπή του Andrew Marr, στο BBC, δήλωσε:
«ο μεγαλύτερος φόβος μου θα ήταν να επαναλάβω κάτι που ήδη έχω κάνει στο παρελθόν».

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Fujiya & Miyagi: Ventriloquizzing (Yep Roc)


Κι άντε τώρα εσύ να βγάλεις άκρη: ούτε δύο είναι ούτε απωανατολίτες οι Fujiya & Miyagi.
Είναι τρεις και… από το Μπράιτον της Αγγλίας. Μπερδεύεται κι άλλο το πράμα μόλις περάσουμε στο «και τι παίζουν;» Διότι παίζουν ηλεκτρονική pop όχι βέβαια του αναμενόμενου τύπου (σιγά μην…) αλλά τύπου… γερμανικού, με αναφορές στα τευτονικά μπιτ των Neu! και των Can (και ώρες ώρες φέρνουν λιγάκι και στους πιο ιλουστρασιόν Kraftwerk). Κι αν αυτό δεν σας λέει και πολλά φανταστείτε έναν electro/kraut καμβά με καρφιτσωμένους επάνω του απλούς αλλά και περίτεχνους ταυτόχρονα μελωδικούς ιστούς, αναλογικά σίνθι, επιβλητικές funk γραμμές του μπάσου, πειραματική δημιουργική διάθεση αλλά και ερμηνεία που πατά γερά στη γη (ή, ορθότερα, στη χορευτική πίστα).
Το “Ventriloquizzing” είναι το τέταρτο άλμπουμ τους σε 12 χρόνια δράσης.
Δώστε τους (τουλάχιστον) μια ευκαιρία, είναι από τα γκρουπ που αν «κολλήσεις» μαζί τους δύσκολα ξεκολλάς.


Charles Bradley: No Time For Dreaming (Dunham)


Από τις όλο και πιο σπάνιες περιπτώσεις δίσκων που σε κερδίζουν με το πρώτο άκουσμα. Σόουλ και rhythm & blues τραγούδια με τη στόφα του κλασικού, που έρχονται λες από τον κατάλογο της Motown των 1960s, φωνητική ερμηνεία παθιασμένη αλλά και άριστα ελεγχόμενη με τον τρόπο του James Brown (του φέρνει κάπως και εμφανισιακά ο Bradley, είναι η αλήθεια), μουσική συνοδεία χαλαρή και φινετσάτη χωρίς κάτι να λείπει και χωρίς κάτι να περισσεύει.

Πώς και συμβαίνουν όλα αυτά σε μια κυκλοφορία ολοκαίνουρια;

Είναι η επένδυση της μέχρι σήμερα διαδρομής που αποδίδει πλούσια μερίσματα, η με θυσίες κερδισμένη εμπειρία από τη νομαδική ζωή που έχει ζήσει ο γεννημένος το 1948 στη Φλόριντα Bradley, η κατασταλαγμένη εικόνα στο μυαλό του περί μουσικής ομορφιάς, η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση που σιγόκαιγε τόσα χρόνια μέχρι που έγινε πύρινη γλώσσα.

Από τις όλο και πιο σπάνιες περιπτώσεις…



Wire: Red Barked Tree (Pink Flag)


Ποιος θα περίμενε ότι η επαναστατική «Ροζ Σημαία» που ύψωσαν οι Wire με το ντεμπούτο άλμπουμ τους καταμεσής του punk κυκλώνα, το 1977, θα εξακολουθούσε να κυματίζει αγέρωχα σήμερα… Κι όμως! Τα έντεκα νέα τραγούδια του “Red Bark Tree”, δωδέκατου στούντιο άλμπουμ τους, επιβεβαιώνουν το δραστικό ρόλο που είναι ακόμη σε θέση να διαδραματίσει το λονδρέζικο κουαρτέτο στην πρώτη γραμμή της εναλλακτικής ηλεκτρικής μουσικής, στηριγμένο σε αιχμηρές κιθάρες, άρτιες μελωδίες, ψυχεδελικές φαντασίες, ερμηνευτική επιδεξιότητα, συνθετική φαντασία. Κι όσο για τα χρόνια, ακούω τον -56άρη πλέον- Colin Newman να τραγουδά, και λέω πως, ναι, όχι απλά διεκδικεί ένα ρόλο στα σύγχρονα rock δρώμενα, αλλά τον απαιτεί, κι έχει κάθε δίκιο...


Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Bjork: Biophilia (One Little Indian)


Η Ισλανδή που έγινε διάσημη για τους φωνητικούς της ακροβατισμούς και τη φουτουριστική χορευτική της pop επιστρέφει στη δισκογραφική επικαιρότητα με το όγδοο προσωπικό της άλμπουμ.
Ήδη από το “Homogenic” (1997) η Bjork ξεκίνησε ένα περιπετειώδες ταξίδι μουσικού πειραματισμού, πραγματοποιώντας ηχογραφήσεις με αισθητική όλο και περισσότερο ιδιότυπη και εκλεκτική, με καλλιτεχνική κορύφωση το “Medulla” (2004).

Αντίθετα με τις προσδοκίες που συνόδευσαν την επί τριετία προετοιμασία του, στο “Biophilia” το παιχνίδι με τις δραματικές αισθήσεις, με τις εύθραυστες εντάσεις, και με τις νόρμες μιας πολυεπίπεδης ηχητικής αρχιτεκτονικής –παθιασμένης, θα έλεγε κανείς, με την εξερεύνηση κάθε δυνατότητας και πιθανότητας παραγωγής ηχητικού αποτελέσματος– τραβάει πολύ μακριά, σε βάρος της μουσικής απόλαυσης.

Η εκζήτηση αγγίζει ή και ξεπερνά την υπερβολή σε κάθε διάσταση: το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ ηχογραφήθηκε όχι στο στούντιο αλλά σε iPad, το προωθητικό πλάνο του μάρκετινγκ συμπεριέλαβε ειδικά σχεδιασμένες εφαρμογές λογισμικού, ιντερνετικούς τόπους, διαδραστικά παιχνίδια, ως και εκπαιδευτικά εργαστήρια, το δε άλμπουμ κυκλοφόρησε στα δισκοπωλεία σε πέντε διαφορετικές εκδόσεις, κάποιες από τις οποίες περικλείονται σε λουστραρισμένες και ντυμένες με μετάξι ξύλινες θήκες.


Πολλά από τα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα επινοήθηκαν και κατασκευάστηκαν επί τούτου.
Ως και στον θεματικό προσανατολισμό μοιάζει χαμένη κάθε έννοια μέτρου, καθώς δομές και κύκλοι της φύσης –από τα κύτταρα ως τις τεκτονικές πλάκες και τους γαλαξίες– επιστρατεύονται για μεταφορικούς συλλογισμούς πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις.

Λέτε αυτή να είναι η κατεύθυνση της μουσικής του 21ο αιώνα;

Αν έτσι είναι ευτυχώς που έχω συγκεντρώσει εκτενή συλλογή δισκογραφίας των 60s και σε φυσική και σε ψηφιακή μορφή!

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Tom Waits: Bad As Me (Anti)


Η λοκομοτίβα του  “Chicago”, του εναρκτήριου τραγουδιού του “Bad As Me”, ξεφυσάει πεισματάρικα και βρυχάται βροντερά καθώς σέρνει πίσω της με αποφασιστικότητα και αφοσίωση το χθες, το σήμερα και το αύριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Tom Waits.
Αυτό κι αν είναι μυστήριο τρένο! 

Σε τούτο το 17ο στούντιο άλμπουμ της καριέρας του, και πρώτη συλλογή με νέα του τραγούδια από το 2004 και το “Real Gone”, ο ηλικίας 61 ετών Αμερικανός δημιουργός και ερμηνευτής εμπνέεται από την ιστορία των blues, και ειδικότερα από τη «μετανάστευσή» τους από το δέλτα του Μισισιπί στο Σικάγο, κατά τα 1930s, για να οργανώσει μια θεματική συλλογή τραγουδιών γύρω από τον κεντρικό άξονα της αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής· χρήμα, δουλειές, αφεντικά, έρωτας, απελπισία, πόλεμος, αποτελούν επιμέρους συνιστώσες των ιστοριών που αφηγούνται τα σφιχτά δομημένα και με ακρίβεια εστιασμένα τραγούδια.

Στο ηχητικό μέρος αξιοποιούνται R&B πνευστά (όπως τρομπόνι και μπάσο κλαρινέτο), φυσαρμόνικα, μπάντζο, ακορντεόν, ηχογραφημένα αυτόματα όπλα και άλογα, και βέβαια ηλεκτρικές κιθάρες, τρεις, που γεννάνε blues θαύματα στα χέρια των Keith Richards, Marc Ribot και David Hidalgo: Ο Richards συμμετέχει σε τέσσερα τραγούδια εντυπωσιάζοντας τόσο με το ερμηνευτικό του «δόσιμο» όσο και με την ανυποχώρητη εμμονή του για τον Chuck Berry· τα ριφ του Ribot είναι υπεύθυνα για τις κουβανέζικης φινέτσας πτυχές τού ήχου του Waits εδώ και τρεις δεκαετίες· ο Hidalgo (των Los Lobos) συνεισφέρει μια δική του «ανάγνωση» στο παλίμψηστο της αμερικανικής παράδοσης.
Τα φλερτ με τα μουσικά στυλ είναι συνεχή και τολμηρά: tex-mex και rockabilly (“Get Lost”), waltz (“Pay Me”), rhythm & blues (“Satisfied”), παραμορφωμένο swing (“Hell  Broke Luce”), προσέρχονται και παλεύουν -άλλοτε ως σύμμαχοι κι άλλοτε ως ανταγωνιστές- στο πεδίο διαρκούς μάχης που αποτελεί η εν εξελίξει μουσική δράση.

Και βέβαια υπάρχει η Φωνή: σε ακαταμάχητες μεθυσμένες εξομολογήσεις της μπάρας (“Kiss Me”), soul φαλτσέτο, γρυλίσματα, ουρλιαχτά, κραυγές· είτε επιδίδεται σε αριστοκρατικό crooning αλά Elvis Presley (“Last Leaf”) είτε ακούγεται σαν χαρτοσακούλα βίαια τσαλακωμένη από την εμπειρία, είναι αδύνατο να της αντισταθείς.

Αντί επιλόγου παραθέτω απόσπασμα από το κείμενο που υπογράφει η Kitty Empire στον Observer:
To “Bad As Me” είναι, κυρίως, ένα άλμπουμ γεμάτο από πάθος, θυμό και λύπη -συστατικά που κάνουν τον Waits ομόλογο με τον μαχητικό Bruce Springsteen και τον χειρουργό των συναισθημάτων Leonard Cohen, όπως επίσης με τον παλιό-καλό Nick Cave και τους επαγγελματίες μπεκρήδες, τους Pogues.
Τι άλλο πρέπει να γράψω για να πάτε τώρα αμέσως να το πάρετε;

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

DJ Shadow: The Less You Know, The Better (Verve)



Υπάρχει άραγε χώρος για μαγεία σε τούτη την τεχνοκρατούμενη νέα ηλεκτρονική εποχή; Ασφαλώς ναι. Γιατί, ως τι λιγότερο από μαγεία, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη ζεστασιά, τη συναισθηματική φόρτιση, την ανθρωπιά που καταφέρνουν να αναδείξουν μέσα από την –άλλως άκαμπτη– μετρονομία της χορευτικής πίστας δημιουργοί όπως ο DJ Shadow;

Ο Καλιφορνέζος Josh Davis, όπως είναι το πραγματικό όνομα του DJ Shadow, είναι ένας από τους ήρωες της νέας ηλεκτρονικής εποχής, μιας εποχής στην οποία τα τραγούδια δεν έχουν κουπλέ και ρεφρέν, τα κιθαριστικά σόλο έχουν δώσει τη θέση τους στα sample και ο κανόνας είναι να χλευάζεις τον κάθε κανόνα. Όλα εξακολουθούν, βεβαίως, να εκπορεύονται από την έμπνευση, μόνο που πλέον χρειάζεται να ξέρεις πώς θα διοχετεύσεις την Πρώτη αυτή Κυρία μέσα από τα καλώδια και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα των οργάνων και των εργαλείων της νέας τεχνολογίας: ο σπουδαίος καλλιτέχνης του 21ου αιώνα δεν μπορεί παρά να είναι και ένας σπουδαίος μηχανικός ήχου.



Ακόμα όμως και οι ήρωες της ψηφιακής εποχής έχουν τα προβλήματά τους...

Το επιδραστικό και πολύκροτο ντεμπούτο του DJ Shadow (“Endtroducing…”, 1996) ήταν το αριστούργημά του, το πρώτο μουσικό άλμπουμ που πλάστηκε αποκλειστικά με χρήση «δάνειων ήχων» (samples).

Το δεύτερο (“The Private Press”, 2002), ήταν ένα πολύχρωμο χαλί με ύφανση από νήματα trip-hop, funk, break-beat, techno, ambient, jazz, disco, pop του ‘60, reggae αλλά και με μια μυριάδα ηχητικών αποσπασμάτων, θορύβων, μηχανικών βόμβων, ανθρώπινων φωνών και παρωχημένων οικιακών ηχογραφήσεων.

Στο τρίτο άλμπουμ τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Όχι, η έμπνευση δεν εγκατέλειψε τον εφευρετικό dj, απλώς, όπως συμβαίνει με κάθε δημιουργικό καλλιτέχνη, κάθε τόσο αυτός στρέφεται σε διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που αναμένουν οι ακροατές. Στο “The Outsider” (2006) παρατέθηκαν εξερευνητικές αποστολές στις γειτονιές του hip-hop, του hardcore rock, της εναλλακτικής χορευτικής σκηνής, της folk, φωνητικά και rap από επτά διαφορετικούς βοκαλίστες, καθώς και μυριάδες sample, σε ένα κολάζ που έμοιαζε να φιλοξενεί τουλάχιστον ένα δελεαστικό download για κάθε γούστο αλλά προξενούσε αμηχανία όταν προσπαθούσε κανείς να το προσεγγίσει και να το αφομοιώσει ως ενιαίο σύνολο.

Και φτάνουμε στο “The Less You Know, The Better” (Verve, 2011), μόλις τέταρτο στούντιο άλμπουμ της προσωπικής του δικογραφίας σε πάνω από 15 χρόνια καλλιτεχνικής δράσης. Σε αυτό ο 39άχρονος Καλιφορνέζος εγκαταλείπει τις rap δοκιμές τού “The Outsider” χάριν ενός μουσικού υβρίδιου πάντα περιπετειώδους που όμως, πλέον, χτίζεται με βασικά δομικά εργαλεία τα πικάπ και τα LP, και παραπέμπει χωρίς ενδοιασμούς στο ντεμπούτο του. Χεβιμεταλικά ριφ, υβρίδια του funk με το drum ‘n’ bass, κολάζ των break beat, glam rock, “old skool” hip-hop, dub αλλά και soul, και δοκιμές στη φόρμα της μπαλάντας εναλλάσσονται σε ένα διαρκές και επίμονο φλερτ με τα στυλ και τα ηχοχρώματα. Η λίστα των –λίγων και καλών– καλεσμένων περιλαμβάνει τα ονόματα των Posdnuos (των De La Soul), Afrikan Boy, Talib Kwel, του Βρετανού art pop τραγουδιστή Tom Vek, της βοκαλίστριας των Little Dragons, Yukimi Nagano.

Δεν έχουμε γνωρίσει πολλούς σαν τον DJ Shadow, ικανούς δηλαδή να γεφυρώσουν το rock ‘n’ roll χθες με το ψηφιακό αύριο: τον Aphex Twin, τους Coldcut, τον Tricky, τους Primal Scream, τον Moby, τον Fatboy Slim, τον Roni Size –μια χούφτα ανθρώπους στον πλανήτη. Οι φίλοι της ηλεκτρονικής μουσικής ξέρουν καλά τι ακριβώς να περιμένουν από τον DJ Shadow και τους ομότιμούς του. Εκείνο που πραγματικά φιλοδοξούν οι παραπάνω γραμμές είναι να πείσουν και τους ροκάδες να τεντώσουν τα αφτιά τους.


Listen to The Less You Know, The Better by DJ Shadow on Spotify

Best Music Of 2011

The Tallest Man On Earth: Sometimes The Blues is Just A Passing Bird (Dead Oceans)


Τη ζηλευτή τέχνη του τραγουδιστή/τραγουδοποιού (που δοξάστηκε από δημιουργούς όπως ο Bob Dylan) υπηρετεί με συνέπεια ο σουηδικής καταγωγής Αμερικανός Kristian Matsson.

Το EP με πέντε δικές του συνθέσεις, που εδώ παρουσιάζουμε, είναι η νεότερη προσθήκη σε μια δεκαετή μουσική διαδρομή με κυριότερους σταθμούς το ντεμπούτο άλμπουμ “Shallow Grave” (2008) το ακόλουθο LP “The Wild Hunt” (2010).

Με κύρια όπλα τις φωνητικές μελωδίες και τις στιχουργικές πλοκές περί μοναξιάς και προσδοκίας τα πέντε νέα τραγούδια του “Sometimes The Blues…” αναδεικνύουν την ερμηνευτική εκφραστικότητα και τη στιχουργική ουσία σε πρωταρχικά αιτήματα της τραγουδοποιίας του Matsson.


Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Steve Reich / Kronos Quartet: WTC 9/11 (Nonesuch)


Κεντρικό ρόλο στο νέο άλμπουμ του νεοϋορκέζου Steve Reich, ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες σύγχρονης μουσικής και ιδρυτικού στελέχους της σχολής του μινιμαλισμού, παίζει η τριμερής σύνθεση “WTC 9/11” για τρία κουαρτέτα εγχόρδων και προηχογραφημένες φωνές, που είναι αφιερωμένη στις τρομοκρατικές επιθέσεις στους δίδυμους πύργους του Κέντρου Παγκοσμίου Εμπορίου. Η σύνθεση παραγγέλθηκε και ερμηνεύεται από το κουαρτέτο εγχόρδων Kronos, φημισμένο για τον τολμηρό τρόπο με τον οποίο παραβιάζει μουσικά σύνορα, ερμηνεύοντας μουσική δωματίου με το πνεύμα και την ενέργεια του rock.

Στο “WTC 9/11” ο Reich αντιπαραθέτει, κατά την πάγια τακτική του, στην έννοια και στην πρακτική της συνθετικής δομής εκείνη της μουσικής διαδικασίας, και ακολουθεί μια υβριδική προσέγγιση-κολάζ αντίστοιχη του “Different Trains” (1988 –ένα έργο-καλλιτεχνικός στοχασμός για το Ολοκαύτωμα): φωνητικά αποσπάσματα πυροσβεστών, ελεγκτών εναερίου κυκλοφορίας αλλά και πολιτών που βρέθηκαν κοντά στο χώρο της καταστροφής την ημέρα της τρομοκρατικής ενέργειας συνοδεύονται από τα έγχορδα του κουαρτέτου υπηρετώντας την κεντρική ιδέα του μινιμαλισμού: σύντομα και επαναληπτικά σε βαθμό ύπνωσης μουσικά μοτίβα με απλό αρμονικό ιδίωμα, μέγιστη οικονομία μέσων, αυστηρότητα. Το μουσικό υλικό δημιουργείται κατευθείαν από τα sample, χωρίς επεξεργασία τους, η δε άμεση σύνδεση φωνών-μουσικής αποδίδει δύναμη και έντονη υποβλητικότητα.
Η σύνθεση “WTC 9/11” ολοκληρώθηκε το 2010 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο αμερικανικό και ευρωπαϊκό κοινό στις φετινές εκδηλώσεις για τα 75 χρόνια του συνθέτη.

Η κυκλοφορία σε CD φιλοξενεί δυο ακόμα δημιουργίες του Reich, τις συνθέσεις “Mallet Quartet” (για δυο μαρίμπες και δυο βιμπράφωνα, με αναφορές στα αδιαπέραστα, αυστηρά ομοιόμορφα και μελωδικώς/ηχοχρωματικώς απογυμνωμένα ηχητικά τοπία της καλλιτεχνικής παραγωγής του Reich των 1970s, ερμηνευμένο από το σύνολο So Percussion) και “Dance Patterns” (για δυο πιάνα, δυο βιμπράφωνα και δυο ξυλόφωνα, σε καλλιτεχνικό έδαφος αντίστοιχο του “Music For 18 Musicians”, ερμηνευμένο από μέλη του συνόλου Steve Reich and Musicians).

Ας σημειωθεί τέλος πως η αρχική ιδέα για το εξώφυλλο του άλμπουμ αυτού (μια επεξεργασμένη φωτογραφία του αεροπλάνου που κατευθύνεται προς τον δεύτερο πύργο, η οποία δημοσιοποιήθηκε αρκετά νωρίτερα από το ίδιο το μουσικό έργο), αποσύρθηκε εν μέσω έντονων διαμαρτυριών για το γεγονός ότι μια εικονική φωτογραφία της καταστροφής επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για εμπορικούς σκοπούς.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Αναζητώντας Ήρωες



“Τι συνέβη, άραγε, στους ήρωες; Δεν υπάρχουν ήρωες πια…” τραγούδησε για πρώτη φορά το 1977 ο Hugh Cornwell μαζί με τους Stranglers. Και είχε βέβαια δίκιο· όχι μόνο για τότε αλλά και για μετά.


Μεταξύ των πολλών κοινωνικών μετασχηματισμών του τέλους του 20ου αιώνα ιδιαίτερα ξεχώρισε η σταδιακή εξαφάνιση του ήρωα, του σύγχρονου εκείνου κοινωνικού αρχέτυπου που εκφράζεται μέσω της φυσιογνωμίας και της προσωπικότητας χαρισματικών μελών της ομάδας, που με τα επιτεύγματά τους, και μέσω της δυναμικής του μύθου που, κατά κανόνα, υπηρετούν, λειτουργούν αφενός ως πρότυπα και αφετέρου ως μέσα πολιτιστικής ενσωμάτωσης των νεότερων μελών της εκάστοτε κοινότητας στην οποία δραστηριοποιούνται.
Στο πεδίο του ρον εν ρολ –με άλλα λόγια, της ηλεκτρικής μουσικής των δεκαετιών από το 1950 και μετά– οι ήρωες και οι ηρωίδες έπαιξαν κομβικό ρόλο στην παγκόσμια διάδοση και καθιέρωση του πρώτου στην ιστορία μουσικού στυλ που δημιουργήθηκε από- και για- τη νεολαία. Πέρα από τα επιτεύγματά τους σε όρους καλλιτεχνικής δημιουργίας και διαμόρφωσης αισθητικής πρότασης οι ροκ εν ρολ ήρωες αναδείχθηκαν σε πρόσωπα λατρείας μιας ιδιότυπης νεολαιίστικης «θρησκείας» και σε καταλύτες των εξελίξεων όχι μόνο στο χώρο της μουσικής αλλά, συχνά, και στους συνδεδεμένους χώρους της κοινωνίας και της πολιτικής.


Κοινή είναι ωστόσο η διαπίστωση πως οι ροκ εν ρολ ήρωες φθίνουν.
Τα 1950s είχαν τον Elvis Presley.
Τα 1960s τους Beatles (που εξακολουθούν να είναι το συγκρότημα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών) και τους Rolling Stones (που μέχρι πρόσφατα οι συναυλίες και οι περιοδείες τους έσπαγαν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο).
Τα 1970s ανέδειξαν τους Pink Floyd, τα άλμπουμ των οποίων δεν έχουν σταματήσει να πουλάνε μέχρι σήμερα.
Τα 1980s είχαν τους U2, αλλά επίσης τη Madonna και τον Michael Jackson, καλλιτέχνες που γνώρισαν μεγάλη παγκόσμια επιτυχία υπηρετώντας –για πρώτη φορά- μουσικά στυλ πέραν του rock.
Τα είδωλα των 1990s ήταν ήδη χλωμά σε σχέση με τους προκατόχους τους: Η pop και τα rhythm & blues πέρασαν ξεκάθαρα στο προσκήνιο (Mariah Carey, Whitney Houston, Celine Dion), τα ευπώλητα rock άλμπουμ κυκλοφόρησαν από ονόματα με σύντομη καλλιτεχνική τροχιά (Alanis Morissette, Hootie & the Blowfish) ενώ ονόματα που κέρδισαν την εύνοια της κριτικής και των ΜΜΕ, όπως ήταν οι Radiohead, δεν κατάφεραν να πετύχουν μαζική αναγνώριση ή, πολύ περισσότερο, να εμπνεύσουν κοινωνικά ρεύματα.
Ακόμα και τα μεγαλύτερα ονόματα μεταξύ των καλλιτεχνών που εμφανίστηκαν τα τελευταία δέκα-είκοσι χρόνια απέχουν πάρα πολύ από τα είδωλα των 1950s και των 1960s σε κάθε διάσταση: αναγνωρισιμότητας, εμπορικής επιτυχίας, καθολικής αποδοχής, εκτίμησης για το σύνολο του έργου τους.

Αναζητώντας τα αίτια πίσω από την άνοδο και στην πτώση του ροκ εν ρολ ήρωα ανατρέχουμε στην προσέγγιση του Καναδού Marshall McLuhan, ο οποίος με το διάσημο αφορισμό του «τα Μέσα δημιούργησαν το μήνυμα» πρώτος διαπίστωσε πως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός Μέσου Ενημέρωσης ενσωματώνονται στο μήνυμα που αυτό μεταφέρει δημιουργώντας μια συμβιωτική σχέση, μέσω της οποίας το Μέσο επηρεάζει αποφασιστικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το μήνυμα.

Η ακμή και η παρακμή του ήρωα συνδυάστηκε με τον τρόπο έκθεσης του κοινού στις πληροφορίες. Οι γενιές ακροατών και μουσικόφιλων που μεγάλωσαν τις δεκαετίες του 1950, του 1960, του 1970 ενημερώνονταν από –κυρίως κρατικά– ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα που εκπέμπονταν σε μέρες και ώρες συγκεκριμένες και ίδιες για όλη τη χώρα.
Ο μαζικός και συντεταγμένος τρόπος έκθεσης του κοινού σε ένα ίδιο για όλους εύρος πληροφοριών και υποβαλλόμενων συναισθημάτων οδηγούσε σε έναν λίγο-πολύ ομοιόμορφο τρόπο (συν)αντίληψης τόσο των θεμάτων της επικαιρότητας όσο και του ρόλου των πρωταγωνιστών της, των, εν δυνάμει, ηρώων.
Η συγκεκριμένη, με άλλα λόγια, λειτουργία των Μέσων διευκόλυνε την ανάδειξη ηρώων.


Στην πορεία, ωστόσο, τα πράγματα στα Μέσα άλλαξαν άρδην. Τάχιστα –και ειδικότερα από την έλευση του διαδικτύου και μετά, αστραπιαία–, η κοινωνία πέρασε στην εποχή της ζωντανής, σε 24ωρη βάση, ειδησεογραφικής κάλυψης και ενημέρωσης, με τον ακροατή/θεατή να έχει πρόσβαση στα νέα και στο περιεχόμενο τη στιγμή ακριβώς που εκείνος επιθυμεί και όχι την προκαθορισμένη ώρα εκπομπής, όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Η ομοιογενής συλλογική απορρόφηση της πληροφορίας, και η συντονισμένη απόκριση σε αυτή, χάθηκε για πάντα καθώς ο κάθε ακροατής/θεατής κοινωνούσε την πληροφορία σε διαφορετικό χρόνο, και με διαφορετικά τρόπο, από κάθε άλλο μέλος της κοινότητας. Το αποτέλεσμα ήταν τα Μέσα να χάσουν τη δύναμη να υποβάλλουν –ή, υπό προϋποθέσεις, και να επιβάλουν- ήρωες.

Ίσως πάλι το «παγκόσμιο χωριό» (ένας ακόμη όρος που χρωστάμε στον McLuhan) και η «δημοκρατική» δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες για όλους, από παντού, που εξασφάλισε η νέα ψηφιακή εποχή, να κυοφορούν πλέον ήρωες νέου τύπου που δεν θα αργήσουν να φανούν· εκτός κι αν είναι ήδη παρόντες αλλά εμείς πρέπει να εκπαιδευτούμε με ένα τρόπο νέο, ώστε να τους αναγνωρίζουμε.

Lenny Kravitz: Black and White America (Roadrunner)


Στο ένατο άλμπουμ της καριέρας του ο 47άχρονος Νεοϋορκέζος ερμηνευτής και τραγουδοποιός παρουσιάζει μια συλλογή δεκαέξι νέων τραγουδιών που μένουν πιστά στο ιδιαίτερο ηχητικό του προφίλ: ένα ρετρό και σύγχρονο μαζί χαρμάνι από αναφορές στη soul του Stevie Wonder, στο funk των Sly & The Family Stone και των Funkadelic, και στο rock των Band Of Gypsys του Hendrix, υλοποιημένο, κατά το δυνατόν, με χρήση «πραγματικών» μουσικών οργάνων (σε αντιδιαστολή με τα ψηφιακά όργανα και τη χρήση Η/Υ).

Παιδί λευκού πατέρα και μαύρης μητέρας ο ίδιος, ο Kravitz αφιερώνει θεματικά το νέο του άλμπουμ σε μια σύγχρονη Αμερική την οποία οραματίζεται να προσπερνά τις φυλετικές διακρίσεις και να είναι αισιόδοξη και ευδιάθετη. «Ο Obama σίγουρα θα βάλει αυτό το άλμπουμ στο iPod του» έγραψε η Entertainment Weekly.
Στο εμπνευσμένο από το dub “Boongie Drop” συμμετέχει ο Jay-Z.
Η ηχογράφηση έγινε στις Μπαχάμες.


Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

David Lynch: Crazy Clown Time (Sunday Best)


Ηχητικά τοπία σκοτεινά, αδιέξοδα· ρυθμοί –ή μήπως θα ‘πρεπε να πω θραύσματα ρυθμών;– ελλειπτικοί, πιο πολύ με βόμβους μοιάζουν και με αντηχήσεις, παρά με κάλεσμα σε οποιουδήποτε είδους χορό· φωνητικά-απαγγελίες έρρινα ή ρομποτικώς παραμορφωμένα, εστιασμένα στην ανάγκη της διήγησης κι όχι στο εκφραστικό δόσιμο του τραγουδιού: όλα αυτά σε ένα άλμπουμ που μοιάζει με σπουδή της ηλεκτρονικής μουσικής βασισμένη στο αρνητικό της φωτογραφίας της.

Εμπνευστής και δράστης του εγχειρήματος είναι ο David Lynch, ο γεννημένος το 1946 Αμερικανός σκηνοθέτης που έγινε διάσημος για την τηλεοπτική σειρά “Twin Peaks” (1990-1991) και τα φιλμ “Blue Velvet” (1986) και “Wild At Heart” (1990), καθώς επίσης για την εκκεντρικότητα της προσωπικότητάς του.

Το “Crazy Clown Time” είναι το πρώτο μουσικό του άλμπουμ, μια προσπάθεια προσωπική στα περισσότερα επίπεδα (φωνητικά, κιθάρα, σύνθεση, παραγωγή) με συμμετοχή της Karen O των Yeah Yeah Yeahs στα φωνητικά (“Pinky’s Dream”).

Προσεγγίστε με δικαιολογημένη περιέργεια αλλά και με προσοχή αυτή την ασυνήθιστη δημιουργία όπου ο Angelo Badalamenti τα πίνει στο ίδιο τραπέζι με τους Radiohead και τους Rammstein.

Hooray For Earth: True Loves (Dovecote)


Ντεμπούτο άλμπουμ για το τετραμελές indie-rock σύνολο από το Μπρούκλιν που ήδη έχει γίνει γνωστό σε ένα περιορισμένο, προς το παρόν, κύκλο χάρη στο EP “Momo” που κυκλοφόρησε πέρυσι το καλοκαίρι και το οπτιμιστικό μουσικό βίντεο “Surrounded By Your Friends”.

Οι Yeasayer και οι MGMT έρχονται εύκολα στο νου ως συνοδοιπόροι των Hooray For Earth σε εκείνο που θα μπορούσε να ονομαστεί «αναβίωση» της βασισμένης στα συνθεσάιζερ pop της δεκαετίας του 1980, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την επεξεργασμένη με εφέ αντήχησης φωνή του Noel Heroux και το ζευγάρωμα των γραμμών του μπάσου με τις μελωδίες των πληκτροφόρων οργάνων.

Πρόσθεσε πινελιές new wave (“Bring Us Closer Together”), reggae ρυθμούς (“True Loves”), πνευστά (“No Love”) και στο σύνολο έχεις ένα άλμπουμ και φρέσκο και σύνθετο και ποικίλο και ψυχαγωγικό.


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

The Waterboys: An Appointment With Mr. Yates (Proper)


Όπως άλλωστε και ο τίτλος του δηλώνει, το νέο άλμπουμ του Mike Scott και των Waterboys είναι αφιερωμένο στον Ιρλανδό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα W.B. Yates (1865-1939).

Οι Scott και Yates μοιράζονται πολλά περισσότερα από την κοινή εθνικότητα. Το έργο αμφοτέρων συνδυάζει τη ζωηρή μυθοπλασία με τις πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες. Ακόμα περισσότερο, επί του πρακτέου αποδεικνύεται ότι οι στίχοι του Yates, όπως μελοποιούνται στα 14 τραγούδια του “An Appointment With…”, ταιριάζουν γάντι με το ιδιαίτερο ερμηνευτικό στυλ του Scott.

Η συμπληρωματική αυτή καλλιτεχνική σχέση δεν είναι νέα· το 1988 ο Scott είχε συμπεριλάβει στο άλμπουμ των Waterboys “Fisherman’s Blues” το τραγούδι “The Stolen Child”, με στίχους του Yates, ενώ το 1993 μελοποίησε άλλο ένα ποίημα του βραβευμένου με Νόμπελ Ιρλανδού, το “Love And Death”, που συμπεριλήφθηκε στο πρώτο προσωπικό του άλμπουμ “Dream Harder”.

Από μουσική άποψη το νέο άλμπουμ μένει πιστό στην κελτική folk rock αισθητική που χαρακτηρίζει τον ήχο των Waterboys, εξερευνώντας τον κοινό τόπο που δυνητικά έχουν τα blues με την ιρλανδική παραδοσιακή μουσική και οι ηλεκτρικές μπαλάντες με τη χορευτική εξωστρέφεια (“Sweet Dancer”).

Οι ενορχηστρώσεις υπηρετούν τον καλλιτεχνικό στόχο αποτελεσματικά και χωρίς φλυαρία, ενώ η μόνη επιφύλαξη αφορά στα άχρωμα, στερούμενα πάθους συνοδευτικά φωνητικά της Katie Kim σε ορισμένα από τα τραγούδια.

Ο «ήσυχος Beatle»


Ο Martin Scorsese είναι γνωστός για την ιδιαίτερη σχέση του με τη rock μουσική. Φιλμ όπως το "The Last Waltz" (1977, καταγραφή της αποχαιρετιστήριας συναυλίας που έδωσαν οι The Band με καλεσμένους την αφρόκρεμα των μουσικών της τότε εποχής) και τα αφιερώματα στον Bob Dylan "No Direction Home" (2005) και στους Rolling Stones "Shine A LIght" (2008) κατέχουν μια περίοπτη θέση στην εργογραφία του.


Πρόσφατα, ο βραβευμένος με Όσκαρ Αμερικανός σκηνοθέτης ολοκλήρωσε ένα νέο κινηματογραφικό πόνημα εμπνευσμένο από ένα ακόμα μουσικό του ίνδαλμα, τον πρόωρα εκλιπόντα George Harrison, κιθαρίστα και τραγουδοποιό διάσημο τόσο για τη θητεία του στους θρυλικούς Beatles όσο και για την προσωπική του καριέρα. Τίτλος τού διάρκειας 3,5 ωρών φιλμ είναι "Living In The Material World", δανεισμένος από το ομότιτλο σόλο άλμπουμ του Harrison που κυκλοφόρησε το 1973.

Το γενναιόδωρο σε διάρκεια ντοκιμαντέρ έκανε πρεμιέρα στις 5 Οκτωβρίου στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο HBO και μια μόλις εβδομάδα μετά, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, προβάλλεται ήδη σε αθηναϊκή αίθουσα (όσο να 'ναι τα έχει και τα καλά της η παγκοσμιοποίηση...).
Στη διάρθρωση της ταινίας και στην επιτυχία του τελικού αποτελέσματος σημαντική είναι η συνεισφορά της χήρας του Harrison, Olivia (η οποία επίσης συνυπογράφει την παραγωγή) και μιας πολυμελούς ομάδας από επώνυμους φίλους και συνεργάτες (τα δυο εν ζωή "Σκαθάρια" Paul McCartney και Ringo Starr, ο Eric Clapton, ο Phil Spector, ο Tom Petty, η Yoko Ono κ.ά.) οι οποίοι καταθέτουν μνήμες, εμπειρίες και κρίσεις από τη ζωή τους μαζί του.

Το οπτικό και ακουστικό υλικό είναι άφθονο, συχνά καταιγιστικό, αποτέλεσμα συστηματικής έρευνας από μια στρατιά συνεργατών σε όλα το διαθέσιμα αρχεία, συμπεριλαμβανόμενων προσωπικών μαγνητοσκοπήσεων του ίδιου του Harrison, που πλέον αποτελούν οικογενειακό κειμήλιο. Τις συνεντεύξεις τις κάνει όχι ο ίδιος ο Scorsese αλλά ο στενός συνεργάτης του Warren Zanes ενώ σημαντική είναι η βοήθεια που προσφέρει στο σκηνοθέτη και ο David Tedeschi, παραγωγός που συρράπτει και συνθέτει τα οπτικοακουστικά μέρη σε ένα λειτουργικό και συναφές "όλον".
Η εξέλιξη της δράσης παρακολουθεί την πορεία του Harrison ως καλλιτέχνη και διανοητή με ενότητα χρόνου, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία. Χωρίζεται σε δυο μέρη.


Το πρώτο μέρος, με διάρκεια λίγο μεγαλύτερη από 90 λεπτά, καλύπτει το διάστημα της νεότητας και της θητείας στους Beatles. Παρατίθενται συνομιλίες με το γιό του Harrison, Dhani, και με το συνεργάτη του στην κινηματογραφική εταιρεία Handmade Films, Ray Cooper, φωτογραφίες από τα πρώτα βήματα των Beatles στο Αμβούργο, και ασφαλώς λάιβ μαγνητοσκοπήσεις των Beatles καθώς έφταναν στο απώγειο της καριέρας τους, όταν -κατά τη διαβόητη φράση του Lennon- έγιναν "διασημότεροι από το Χριστό". Επίσης έγιναν βαθύπλουτοι, πέρα από κάθε φαντασία. Όλα ωστόσο συνέβησαν τόσο γρήγορα που μέσα τους παρέμεναν βασανισμένα παιδιά. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη εκείνης της περιόδου ο Harrison δηλώνει: "Αποκτώντας χρήματα διαπιστώσαμε πως το χρήμα δεν δίνει απαντήσεις". Κι εκεί είναι η αφετηρία μιας αέναης εσωτερικής αναζήτησης που οδήγησε σε πειραματισμούς με τα ψυχωδηλωτικά, τις θρησκείες της Ανατολής, το διαλογισμό, την ινδική μουσική.

Το δεύτερο μέρος ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, λίγο πριν τη διάλυση των Beatles, και καλύπτει γεγονότα σημαντικά όσο τα προσωπικά άλμπουμ του Harrison, το κονσέρτο για το Μπαγκλαντές, τη συνεργασία με την κολεκτίβα των Monty Python, τη δολοφονία του Lennon το 1980, το σχηματισμό των Traveling Wilburys το 1988 (το «σούπερ γκρουπ» με μέλη τους Harrison, Bob Dylan, Jeff Lynne, Roy Orbison, Tom Petty και Jim Keltner) την επίθεση εναντίον του και τον τραυματισμό του με μαχαίρι το 1999, το θάνατό του από καρκίνο στις 29 Νοεμβρίου του 2001.

Ως ραχοκοκαλιά και συνεκτικός ιστός όλου του φιλμ λειτουργεί η αναζήτηση της πίστης και, στο τελευταίο μέρος της ζωής του Harrison, η προετοιμασία για το θάνατο και η συμφιλίωση με την ιδέα του ή, όπως ο ίδιος το έθετε, "η εξάσκηση για την αναχώρηση από το σώμα".
 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Neil Young: My My, Hey Hey (Greek Debt Crisis version)

My my, hey hey
You know Greece is here to stay
It's better to burn out
Than to fade away
My my, hey hey.

Out of the euro and into the drachma
They give you this, but you pay for that
And once you're gone, you can never come back
When you're out of the euro and into the drachma.

Andreas is gone but he's not forgotten
This is the story of GAP & Benny
It's better to burn out than it is to rust
Andreas is gone but he's not forgotten.

Hey hey, my my
You know Greece can never die
There's more to the picture
Than meets the eye.
Hey hey, my my.


Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Ελληνική κρίση χρέους


Δυο διαφορετικές ματιές στην ελληνική κρίση χρέους, η καθεμιά με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της:

"Γιατί την είπες φωνή Πατρίδας;"
του υπουργού οικονομικών Ευ. Βενιζέλου
http://www.tanea.gr/ΕκτύπωσηΆρθρου/?aid=4669112

"Seven Myths about the Greek Debt Crisis"
του καθηγητή Στέργιου Σκαπέρδα
http://www.socsci.uci.edu/~sskaperd/SkaperdasMythsWP1011.pdf