Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Τάσος Λειβαδίτης: Σε μια γυναίκα

Αυτή είναι ποίηση.
Ποίηση αυτό είναι.
Και δε χρειάζεται, γιατί δεν υπάρχει, κάτι άλλο να πεις.

Σε μια γυναίκα

—Τάσος Λειβαδίτης—

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται;» ρώταγες. Μα ήταν απλό
αφού μ’ αγαπούσες.

Τάσος Λειβαδίτης, «Σημειώσεις», Ποίηση, τόμος δεύτερος: 1972-1977, Κέδρος 1987

Το διάβασα στο http://dimartblog.com/2014/10/01/poem-of-the-week-110/

2 σχόλια:

  1. το καφενειο εμεινε αδειο. κατι τετοιες στιγμες νευριαζε γιατι το ελεγαν κοκκινο-τη μαυριλα του μεσα! το φως σιγοπαιζε κι ο σπυρος χορευε το china's eternal -ο γυρος του θανατου στην κουρμπα της λαμπας. η αγαπη κατερρεε σαν κονφετι. ψυχεδελεια και παγωμενο κοκορετσι στη λαδοκολα. αυτο,ρε, ηταν το χωριο! μια φαντασιωση που δεν τη λες και φεικ. ο μητσος ξεχασμενος ειχε αποκοιμηθει. ξεχασμενος. παλι σε μια ξυλινη καρεκλα. παλι. εβρεχε στη φτωχογειτονια του ροχαλητου του λειβαδιτες. εβρεχε αγαπες σταλακτιτες. εβρεχε καλοκαιρια. τα ονειρα του υδρα λερναια χωρις κεφαλαια. η ζωη του με τελειες. επαρχιωτικα χαικου. δεν υπαρχουν αγαπες, μονολογησε-μονο καφενεια! το πεινασμενο του μυαλο θυμηθηκε τον Ηρακλη. τη Σοφιτα. πιτσιρικας στην πολη. κρυμμενη οιηση! επαρχιωτης στην ομονοια! αυτη ειναι οιηση! οιηση ειναι αυτο! και δεν χρειαζεται να πεις κατι αλλο. γιατι αν υπαρχει, αντε παλι, ξαναγραψε απο την αρχη. αυτα σκεφτηκε ο μητσος και αλλαξε καρεκλα. χαμογελασε ικανοποιημενος με τα κλισε του. το καφενειο ειχε πεντε λαμπες κλειστες και μια ανοιχτη. επρεπε να διαλεξει τη νταμα του. τις κοιταξε καλα καλα ολες. και πλησιασε τη καλυτερη. ο μητσος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ή αλλιώς:

    Τόσο πολύ μ’ αγάπησες, κερά,
    που άκουγα διπλά τα βήματα μου,
    πάταγα γω στραβός μες στα νερά; κι εσύ κοντά μου!...

    Σκαρίμπας, Ουλαλούμ

    ΑπάντησηΔιαγραφή