Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Το αλφαβητάρι του Μυστήριου Τρένου


Λήμματα για μια σύγχρονη διάλεκτο

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjEguih09FSf31G3S2ZcW9EOMuc3620pO5hmLh5v29HGJnEK1IscI67GxYNejgkQiTr-pfL1aXZsMEt84MBZB6Fbgr7OLwiJchp8DZhmwILyXhWbIXbA-fcLY2qLz1424imG5WQZ92bTFY/s1600/%CE%B1%CE%BB%CF%86%CE%B1%CE%B2%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%B9.jpg



Α για την Ανθρωπιά.
Είδος εν ανεπαρκεία τις μέρες αυτές, που το ενδιαφέρον μονοπωλούν τα Άλφα των «Αγορών».

Β για τις Βόλτες.
Γεννήτριες παραστάσεων, προσανάμματα φαντασίας, αντίδοτα στην υπερδιέγερση της ζωής στη μεγαλούπολη. Για τους οπαδούς της περιπατητικής σχολής.

Γ για τη Γραβάτα.
Απαραίτητη για να προσδίδει σοβαροφάνεια, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες που ελλείπει η σοβαρότητα. Κύριο χαρακτηριστικό της, ότι σε σφίγγει.

Δ για το Δρόμο.
Παλιά είχε τη δική του ιστορία. Σήμερα τον λένε Αττική ή Εγνατία οδό. Μένει να δούμε πού βγάζει.

Ε για την Επίδαυρο.
Επιβεβλημένος προορισμός των θερινών εξορμήσεων, όσο κι αν η επί σκηνής «Ιθάκη» δεν δικαιώνει πάντοτε το ταξίδι.

Ζ για τη Ζέστη.
Αντιμετωπίζεται με κλιματισμό. Προσοχή στην παρενέργεια της (απο)μόνωσης.

Η για τον Ηλεκτρισμό.
Για να συνειδητοποιήσεις τι σημαίνει για σένα, απαιτείται μια διακοπή ρεύματος.

Θ για το Θάρρος.
Υπερβατική αρετή των αρχαίων μας προγόνων. Στη νέα Ελλάδα τη θέση του πήρε το θράσος.

Ι για τον Ιστό.
Της αράχνης σε αιχμαλωτίζει, με συνέπειες τραγικές· ο «παγκόσμιος» σε απελευθερώνει, με συνέπειες, ακόμη, άγνωστες.

Κ για το Κρασί.
Ευλογημένο μαζί με το ψωμί και το λάδι. Αναδεικνύει επίσης τα παϊδάκια και το σπληνάντερο. Σε κάποιες εμφιαλώσεις κοστίζει μια περιουσία. Από όσα έχω δοκιμάσει προτιμώ του θείου μου του Φώτη.

Λ για τον Τζον Λέννον.
Είχε πει «Ζωή είναι εκείνο που συμβαίνει ενώ είσαι απασχολημένος με το να κάνεις διαφορετικά σχέδια».

Μ για το Μπαχτσίσι.
Το λιπαντικό του δημοσίου –και όχι μόνο– τομέα. Η βαθιά ανατολίτικη ρυτίδα στο νεότοκο ευρωπαϊκό μας προφίλ.

Ν για τα Νιάτα.
Ρουφιούνται λαίμαργα· καταδικάζονται, ενίοτε, στη φάση της ωριμότητας για την ηδονιστική τους απερισκεψία· έρχονται μόνο μια φορά.

Ξ για το Ξύλο.
Υλικό ζεστό και φθαρτό όπως η ζωή. Απαντάται όλο και λιγότερο στους χώρους όπου ζούμε, με την ευτελή δικαιολογία του υψηλού, συγκριτικώς, κόστους.

Ο για την Ομορφιά.
Η αντίληψή της είναι, ίσως, η πιο βαθέως υποκειμενική υπόθεση. Απόδειξη, ότι οι λογής «μεγάλοι αδελφοί» έχουν φαγωθεί να επιβάλουν πρότυπά της.

Π για τα Περιττώματα.
Φάτε άφοβα· «δισεκατομμύρια μύγες δεν μπορεί να κάνουν λάθος».

Ρ για το Ρούμι.
Πάει με κόκα-κόλα/πάγο/λεμόνι, παραλίες και υγρές καλοκαιρινές νύχτες. Οι επαΐοντες το προτιμούν μαύρο.

Σ για το Σεξ.
Η στάση της Εκκλησίας παραμένει αμετακίνητη στο ότι πράττεται αποκλειστικώς προκειμένου για αναπαραγωγή. Το ποίμνιο, στο σύνολό του, προτιμά διάφορες άλλες στάσεις.

Τ για την Τέρψη.
Η θρησκεία της παγκοσμιοποίησης.

Υ για την Υπερβολή.
Πολλές φορές η χειραψία μαζί της είναι ο μοναδικός τρόπος να μάθεις ποιo ακριβώς ήταν το όριο που αψήφησες.

Φ για το Φοίνικα.
Μυθολογικό πουλί που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ξαναγεννιέται απ' τις στάχτες του. Ως σύμβολο, δίνει κουράγιο για να ξανασηκωθείς κάθε φορά που πέφτεις.

Χ για το Χρώμα.
Ουσιώδες για κάθε τι μη μαυρόασπρο.

Ψ για την Ψυχραιμία.
Ένα από τα ελάχιστα χρήσιμα που έχει να προσθέσει η αγγλοσαξονική κουλτούρα στη δική μας.

Ω για τον Ωκεανό.
Οι σαγηνευτικοί κυματισμοί της θεωρίας του χάους.


Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Mood Six: Hanging Around



Mood Six were a neo-psychedelic band formed in London's West End in 1981, emerging from the remnants of mod revival groups like the The Merton Parkas and the VIPs.

Debuting with two tracks - "Just Like a Dream" and "Plastic Flowers" - on the A Splash of Colour compilation, the group immediately launched itself to the forefront of the short-lived British new psychedelia revival.

Signing to EMI, Mood Six issued their first official single, "Hanging Around", but were dismissed from the label when the release of the follow-up, "She's Too Far (Out)," was aborted, leaving only white label versions in circulation.

In 1985, Mood Six resurfaced on the Psycho label with the LP The Difference Is..., jumping to Cherry Red to issue A Matter Of! a year later. After a long period of seeming inactivity, the band returned in 1993, releasing And This Is It on their own Lost Recording Company label. Two compilations were later released on Cherry Red, Songs from The Lost Boutique and Cutting Edge Retro.

Their original lineup included Phil Ward, Tony Conway, Andy Godfrey, Guy Morley, Paul Shurey, and Simon Smith.

1980's artist Toni Basil chose to record her own version of "Hanging Around" and this is included as the B-side to her massive selling "Hey Mickey" single.


Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Δημοσθένης Κούρτοβικ: Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη

Αναδημοσίευση άρθρου του Δημοσθένη Κούρτοβικ ("ΤΑ ΝΕΑ", 19.07.2003) στο οποίο μιλά για τη ζωή και το έργο του Κωστή Παπαγιώργη (07.11.1947 - 21.03.2014). Οι επισημάνσεις είναι του μυστήριου τρένου.
 

Όπου ο λάθος δρόμος είναι ο σωστός.


Έχω μια προκατάληψη που, όπως υποψιάζομαι, μοιράζομαι με τον Κωστή Παπαγιώργη: πιστεύω πως για να γράψεις σωστά, πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα υπέρ μιας τόσο απόλυτης θέσης. Είπαμε, για προκατάληψη πρόκειται. Ωστόσο, ακόμη περιμένω από την παρατήρηση να άρει τη δυσπιστία μου όχι μόνο για τις εκφραστικές ικανότητες, αλλά και για το ψυχικό βάθος ανθρώπων που τους ήρθαν όλα δεξιά στη ζωή τους, που έκαναν πάντα τις σωστές επιλογές, που είχαν πάντα δίκιο, που διαπλάστηκαν μόνο με εκλεκτές εμπειρίες. Ως τότε, θα προσυπογράφω την άποψη του Παπαγιώργη ότι «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται».

http://blogs.sch.gr/2pplalogo/files/2013/03/Papagiorgis1.jpg
Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη, σχεδόν μοναδική για Έλληνα διανοούμενο, αν και δεν θα κινδύνευε να κατηγορηθεί για αυτοεπιείκεια αν πρόσθετε ότι πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι εξαρχής για τέτοια λάθη. Εν πάση περιπτώσει, η καλή μέρα δεν φαίνεται από το πρωί, αλλά ήδη από τα χαράματα, όταν ακόμη αντικρίζουμε τον κόσμο αγουροξυπνημένοι: «φιλάσθενο, μίζερο, προβληματικό παιδί», όπως λέει ο ίδιος, με το αίσθημα (που το απολάμβανε κιόλας) ότι είναι «υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα», φοβερά ανορθόγραφος (μολονότι γιος αυστηρού δάσκαλου), αριστερόχειρας, που πλήρωσε την καταναγκαστική στροφή στη δεξιοχειρία με βραδυγλωσσία. Φοιτητής στο Παρίσι, αργότερα, ενώ γύρω του βουίζει ο Μάης του '68, κλείνεται σε μια σοφίτα και διαβάζει μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτριώνει» από τα βιβλιοπωλεία. «Τόσο πιεστικά και τόσο άγονα δεν ξαναδιάβασα ποτέ στη ζωή μου», λέει σήμερα. Καρπός αυτής της φάσης θα είναι δυο μελέτες, για τον Πλάτωνα και τον Χάιντεγκερ, τις οποίες έχει εδώ και καιρό αποκηρύξει, γιατί, όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Διαβάζω, «όταν διάβασα το βιβλίο [για τον Χάιντεγκερ] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω».

H μετάνοιά του, αλλά περισσότερο ίσως το αίσθημα ότι «απουσίαζε» γενικά, διαλύεται στο αλκοόλ, που τον απαλλάσσει και από το πρόβλημα της βραδυγλωσσίας, τον φέρνει όμως, κοντά στα σαράντα του, ένα βήμα από τον τάφο. Και τότε όλα αλλάζουν. Ο Παπαγιώργης κέρδισε τελικά τη μάχη για τη ζωή (μα, τον ακούω να λέει, ποιος κέρδισε ποτέ τελικά αυτή τη μάχη;) και τα ελληνικά γράμματα κέρδισαν τον σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα τελευταία πενήντα χρόνια. Τρόπος του λέγειν «έβγαλαν», γιατί τον συγγραφέα Παπαγιώργη δεν τον βύζαξαν τα ελληνικά γράμματα, αλλά τα παθήματά του, ο λάθος δρόμος που λέγαμε.

Ο σωστός δρόμος που βρήκε ο Παπαγιώργης για να εκφραστεί είναι η μακριά σειρά των ανθρωπολογικών δοκιμίων του, που αρχίζει, χαρακτηριστικά, με το Περί μέθης (1987), ίσως το γνωστότερο βιβλίο του, αν και πολλοί θεωρούν ότι το καλύτερο είναι, εξίσου χαρακτηριστικά, η μελέτη του για τον Ντοστογέφσκι. Όλα αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα με συναρπαστικό τρόπο, γιατί ο συγγραφέας τους ακολουθεί μια αρχή την οποία διατυπώνει τέλεια στη συνέντευξή του στο Διαβάζω: «Δεν υπάρχει κάποιο πνευματικό ζήτημα που να μην μπορεί να εκτεθεί δραματικά - ακόμα και ένα πρόβλημα γεωμετρίας». Δραματικό δεν είναι μόνο το σχέδιο ανάπτυξης, αλλά και το ύφος: ο Παπαγιώργης αποφεύγει σχολαστικά την ξεθυμασμένη φρασεολογία του κοινόχρηστου λόγου, άλλο τόσο σχολαστικά όμως αποφεύγει την αφηρημένη, πομπώδη αλλά άσαρκη ακαδημαϊκή ορολογία, και η γλώσσα του έχει πολύ συχνά μια διαβρωτική λαϊκή εκφραστικότητα. Με τέτοια εκθαμβωτικά συγγραφικά προσόντα, βέβαια, ήταν μάλλον επόμενο να προσεχτεί λιγότερο ο «σκληρός πυρήνας» της σκέψης του Παπαγιώργη.

H οποία σκέψη επικεντρώνεται στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στην «ανάποδη των ανθρώπων». Οι ίδιοι οι τίτλοι ή υπότιτλοι των πρώτων «γνήσιων» έργων του είναι ενδεικτικοί: Περί μέθης, Το πάθος της ζηλοτυπίας, Οι ξυλοδαρμοί ή Μισανθρωπίας προλεγόμενα. Ουσιαστικά ο Παπαγιώργης βυθοσκοπεί το Κακό, και καλά κάνει. Όπως λέει ο ίδιος, «η ευτυχία δεν έχει βαθύτητα», γι' αυτό η σημαντική λογοτεχνία δεν ασχολείται μαζί της (κάτι για το οποίο παραπονιόταν, άδικα όμως, προς το τέλος της ζωής του ο αγαπημένος φίλος του Παπαγιώργη Χρήστος Βακαλόπουλος). Οι ανομολόγητες, οι αθέμιτες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής κρύβουν βασικότερες, συμπαγέστερες και σταθερότερες αλήθειες για τη φύση της, όσο δυσάρεστο και αν είναι αυτό. Ο λάθος δρόμος στη ζωή είναι ευεργετικός για τη δουλειά του συγγραφέα επειδή περνάει ακριβώς μέσα από τέτοιες αλήθειες, τις οποίες η ρηχή συνείδηση αγνοεί και η αχρεία συνείδηση δεν μπορεί να δει, γιατί τις ενσαρκώνει.

O Παπαγιώργης, όμως, μοιάζει να το πάει πιο μακριά. «Ποτέ δεν πίστεψα», λέει, «ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. H συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα». Σ' αυτό αναγγέλλεται όχι απλώς μια δυσπιστία, αλλά μια σχεδόν ιδεοληπτική άρνηση της δυνατότητας για επικοινωνιακή ειλικρίνεια, η πεποίθηση ότι πίσω από κάθε τι που φαίνεται θετικό και ευγενές κρύβεται κάτι αρνητικό και ευτελές, ότι το Κακό είναι η μόνη αλήθεια στον κόσμο και όλα τα άλλα αποτελούν «παρελκυστικές κινήσεις, ψυχικά μασκαρέματα».

Από εδώ ώς τον κυνισμό δεν μένει παρά ένα βήμα. Έγραψα παλιότερα ότι στον Παπαγιώργη διακρίνει κανείς έναν κάποιο κυνισμό και μια αφ' υψηλού αντιμετώπιση της ανθρώπινης αγωνίας. Κομμάτι σοφότερος στο μεταξύ κι εγώ, αποσύρω εκείνο το «αφ' υψηλού» κ.λπ., γιατί ένας πονεμένος άνθρωπος (ο Παπαγιώργης είναι πολύ πονεμένος) δεν βλέπει ποτέ αφ' υψηλού τους άλλους, κι επιμένω για τον κυνισμό, διευκρινίζοντας όμως ότι το βήμα του Παπαγιώργη προς αυτόν μένει μετέωρο. Ο κυνικός είναι ένας απελπισμένος που θέλει να εκδικηθεί την πραγματικότητα προσπαθώντας να φαίνεται χειρότερός της. Ο Παπαγιώργης, για την ώρα, κάνει απλώς πως δέχεται τους όρους της: συμπεριφέρεται συμβατικά.

Δεν θέλω, ούτε είμαι σε θέση, να κάνω το ψυχογράφημά του (άλλωστε, ελάχιστα τον γνωρίζω προσωπικά). Υποπτεύομαι, όμως, πως εδώ βρίσκεται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, η εξήγηση της παράδοξης, για έναν άνθρωπο με τέτοια φιλοσοφία, προσήλωσής του στις παρέες και στις εξωστρεφείς διασκεδάσεις. Έτσι τείνω να εξηγήσω επίσης την, όχι λιγότερο παράδοξη, στροφή του προς τον ελληνικό «αυτοχθονισμό», η οποία εγκαινιάζεται συγγραφικά το 1997, με τη μελέτη του για τον Παπαδιαμάντη, και συνεχίζεται με τα δύο πρόσφατα δοκίμιά του για την Ελληνική Επανάσταση.

Εκείνο που τράβηξε τον Παπαγιώργη στον Παπαδιαμάντη δεν είναι η ορθοδοξία, αλλά το πνεύμα της μικρής κοινότητας, όπως την περιγράφει ο Σκιαθίτης. Μιας κοινότητας όπου οι μικρές ανθρώπινες αδυναμίες αντιμετωπίζονται με επιείκεια και κατανόηση, ενώ οι μεγάλες αμαρτίες είναι αδιανόητες, γιατί είναι άγνωστη η ύβρις της εξατομικευμένης συνείδησης, της απομάκρυνσης από το κοινοτικό ήθος. Ο Παπαγιώργης πιστεύει, μαζί με τον Τέλλο Άγρα, ότι ο Παπαδιαμάντης ήθελε έναν «ελληνισμό χωρίς εθνισμό», δηλαδή μια ιθαγενή ταυτότητα χωρίς εθνική ιδεολογία. H Επανάσταση του 1821 υπήρξε μια καταστροφή (ιστορικά αναπόφευκτη), γιατί, με μοχλό το ιδεολόγημα της αποκατεστημένης επαφής με τον πολιτισμό των «αρχαίων ημών προγόνων», προώθησε στη θέση του υγιούς ιθαγενούς κοινοτισμού ένα κράτος κακέκτυπο των δυτικών εθνικών κρατών και στη θέση του αυθεντικού ντόπιου ανθρώπου έναν τύπο Έλληνα που ήταν και παραμένει καρικατούρα του Ευρωπαίου πολίτη.

Εδώ ο Παπαγιώργης μπερδεύεται κάπως, ακριβώς επειδή παραείναι έξυπνος και σκεπτικιστής για να μην υποψιάζεται πως και αυτή η θέση αποτελεί ιδεολόγημα. Αν ο ιθαγενής κοινοτισμός ήταν τόσο υγιής, γιατί ήταν ιστορικά αναπόφευκτο να σαρωθεί; Ο Παπαγιώργης οργίζεται μεν για την απαξιωτική στάση που διαμορφώθηκε απέναντι σε κάθε τι το ντόπιο, για την περιφρόνηση προς τον «ρωμιό» ως άνθρωπο πέμπτης κατηγορίας, ως τουρκομαθημένο υπάνθρωπο. Αλλά όταν ο Κωνσταντίνος Θέμελης τον ρωτάει μήπως αυτή είναι η αλήθεια για τον ρωμιό, απαντάει: «Πιθανότατα».

Προσθέτει, βέβαια, ότι «τότε με ευρωπαϊκά εμβόλια και καταβολάδες δεν φτιάχνεις κοινωνία». Τι γίνεται, όμως, αν πρέπει να τη φτιάξεις, γιατί δεν έχεις άλλη ιστορική επιλογή; Με τέτοιες καταβολάδες και με αντίστοιχα ιδεολογήματα φτιάχτηκαν αρκετά άλλα έθνη που προχώρησαν περισσότερο από εμάς, τόσο ώστε να μην έχουν πια ανάγκη τη διαρκή αναφορά στους ιδρυτικούς μύθους τους. Ο ίδιος ο Παπαγιώργης, μιλώντας στο Διαβάζω για τον προτεσταντισμό, λέει ότι ήταν μια επανάσταση ανυπολόγιστα μεγαλύτερη από τη γαλλική, διότι «στρέφει τον άνθρωπο προς την εργασία και του χαρίζει ένα αχανές αυτεξούσιο, [οπότε] αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί οι προτεστάντες πρόκοψαν τόσο πολύ, ενώ οι ορθόδοξοι της Ανατολής - στη Ρωσία για παράδειγμα - παγιδεύτηκαν». Όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Ελλάδα του Παπαδιαμάντη.

Πρόκειται ακριβώς για το πρόβλημα που συνειδητοποίησε ο Στέλιος Ράμφος, και προσπαθεί από τότε να βρει στην ορθόδοξη παράδοση στοιχεία που θα μπορούσαν να ευνοήσουν έναν επαναστατικό πνευματικό αναπροσανατολισμό ανάλογο εκείνου που επέφερε ο προτεσταντισμός. Ο Παπαγιώργης αντιλαμβάνεται πολύ καλά το δίλημμα, όπως δείχνουν οι αντιφατικές δηλώσεις του που παρέθεσα. Αλλά ανάμεσα σε δύο ιδεολογήματα, ένα εκσυγχρονιστικό κι ένα παραδοσιοκρατικό, προτιμά εκείνο που δεν αφήνει περιθώρια για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος. Αυτό είναι το σημείο συμβολής της προσωπικής περιπέτειάς του με τις περιπέτειες των ιδεών στη σύγχρονη Ελλάδα.

Το είπα και πρόσφατα, με αφορμή αυτό το βιβλίο: σημασία δεν έχει τόσο τι λένε οι άνθρωποι όσο γιατί το λένε. Οι απαντήσεις που δίνει ο Παπαγιώργης έχουν λιγότερη σημασία από τη γενεαλογία των ερωτήσεων τις οποίες αναγκάστηκε να θέσει στον εαυτό του. Και κανένας Έλληνας στοχαστής δεν μίλησε ώς τώρα με τόση παρρησία, τόση διεισδυτικότητα και τόση μαεστρία για ένα τόσο πολύπλοκο και τόσο ερεβώδες θέμα.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

The Suburbs: Teenage Run In



01:45 στο κρανίο, όπως συμβαίνει όταν είναι 1978 και εσύ στην πρώτη σου δισκογραφική δουλειά, το ομώνυμο EP των Suburbs από τη Μινεάπολη.

Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

MC5: The Big Bang!


Δέκα χρόνια πριν από τους Clash, τον Sid Vicious και τον Johnny Rotten, και 25 πριν τους Rage Against The Machine, μια παρέα από μακρυμάλληδες κομάντος με κιθάρες και δερμάτινα τζάκετ ύψωσε στο Ντιτρόιτ το λάβαρο του punk rock, συνδυάζοντας τις βασικές διδαχές του Chuck Berry με την ξέφρενη κινητικότητα του James Brown, και το free jazz χάος με τους έντονα πολιτικοποιημένους στίχους.

Η «καριέρα» του κιθαρίστα Wayne Kramer, του τραγουδιστή Rob Tyner, του κιθαρίστα Fred «Sonic» Smith (μετέπειτα σύζυγος της Patti Smith και μακαρίτης από το 1995), του μπασίστα Michael Davis και του ντράμερ Dennis Thompson διήρκεσε πέντε μόλις χρόνια, από το 1967 ως το 1972, που ήταν όμως αρκετά για να πλαστεί  μια παρακαταθήκη από αξεπέραστους, τραχείς πρωτο-punk ύμνους («Kick Out The Jams», «I Can Only Give You Everything», «Call Me Animal», «Miss X», «Shakin’ Street», «Looking At You») που αποτέλεσαν θεμελιώδη επιρροή για μια ατέλειωτη σειρά από επιγόνους, πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν και σήμερα να παίζουν μουσική που είναι αμφίβολο αν θα υπήρχε χωρίς τους MC5.

Η συλλογή της Rhino μας παρέχει μια πολύ καλή επιτομή των ηχογραφημένων πεπραγμένων τους, περιλαμβάνοντας πρωτόλεια single, κομμάτια από τα τρία επίσημα στούντιο άλμπουμ τους [«Kick Out The Jams» (1969), «Back In The USA» (1970), «High Time» (1971)] καθώς και μια ερμηνεία ηχογραφημένη «ζωντανά στο στούντιο».



Ode to Joy - Miroslav Holub


You only love
when you love in vain.

Try another radio probe
when ten have failed,
take two hundred rabbits
when a hundred have dies:
only this is science.

You ask the secret.
It has just one name:
again.

In the end
a dog carries in his jaws
his image in the water,
people rivet the new moon,
I love you.

Like caryatids
our lifted arms
hold up time's granite load

and defeated
we shall always win.

--Miroslav Holub (1923-1988)
   trans. Ian Milner & George Theiner


Czech Holub was also a well-respected immunologist, and had this to say about his work:
I prefer to write for people untouched by poetry… I would like them to read poems in such a matter-of-fact manner as when they are reading the newspaper or go to football matches. I would like people not to regard poetry as something more difficult, more effeminate, or more praiseworthy.

Στο μπουλεβάρτο - Μιλτιάδης Μαλακάσης


Μέσ’ απ’ το τζαμωτό και να κοιτάζω
σε κύματα τον κόσμο να ξεσπά.
Να πίνω τον καφέ μου, να ρεμβάζω,
ένα σιγάρο ανάβοντας μετά

Στο νου μου τα ερωτήματα να βάζω,
όχι τα πολυσύνθετα· τ’ απλά.
Ένα συν δύο, τρία να λογαριάζω,
και η ώρα μου με τέτοια να περνά.

Τ’ ορεκτικό μου αργότερα να παίρνω
με κάτι τι πικάντικο, μια ελιά,
τέταρτο, πέμπτο, κι ύστερα να γέρνω
στο στήθος το κεφάλι μου βαριά,

κι άξαφνα να σηκώνομαι, και να ‘μαι
σαν ένας άλλος, που ούτε τον θυμάμαι

Μ. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ (1869-1943)